Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1189 - 1224 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Απομάστευση σιλό
Αγγλικός όρος:
Silo discharge

Μετάφραση: Silo discharge
Ελληνικός όρος:
Απομόλυνση
Αγγλικός όρος:
Decontamination

Μετάφραση: Decontamination
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένα ενδιάμεσα προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Isolated intermediates

Μετάφραση: Isolated intermediates
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένη εργασία
Αγγλικός όρος:
Isolated work

Μετάφραση: Isolated work
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένο ενδιάμεσο προϊόν στις εγκαταστάσεις παρασκευής
Αγγλικός όρος:
On-site isolated intermediate

Μετάφραση: On-site isolated intermediate
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Lone workers

Μετάφραση: Lone workers
Ελληνικός όρος:
Απομόνωση
Αγγλικός όρος:
Quarantine, isolation

Μετάφραση: Quarantine, isolation
Ελληνικός όρος:
Αποξέστης
Αγγλικός όρος:
Scraper

Μετάφραση: Scraper
Ελληνικός όρος:
Αποξήλωση επενδύσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of cladding

Μετάφραση: Removal of cladding
Ελληνικός όρος:
Αποξήλωση ικριωμάτων
Αγγλικός όρος:
Removal of scaffolding

Μετάφραση: Removal of scaffolding
Ελληνικός όρος:
Αποξήρανση
Αγγλικός όρος:
Desiccation

Μετάφραση: Desiccation
Ελληνικός όρος:
Αποξήρανση με ψύξη
Αγγλικός όρος:
Freeze drying

Μετάφραση: Freeze drying
Ελληνικός όρος:
Αποπληξία ή αιφνιδιαστική προσβολή ή παροξυσμός
Αγγλικός όρος:
Seizure

Μετάφραση: Seizure
Ελληνικός όρος:
Απορρίμματα μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metallic wastes

Μετάφραση: Metallic wastes
Ελληνικός όρος:
Απορριμματογενές ανακτώμενο στερεό καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Solid Recovered Fuel, SRF, Refuse Derived Fuel, RDF

Μετάφραση: Solid Recovered Fuel, SRF, Refuse Derived Fuel, RDF
Ελληνικός όρος:
Απορριπτόμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Discarded vehicles

Μετάφραση: Discarded vehicles
Ελληνικός όρος:
Απορριπτόμενος εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
DIscarded equipment

Μετάφραση: DIscarded equipment
Ελληνικός όρος:
Απόρριψη
Αγγλικός όρος:
Disposal

Μετάφραση: Disposal
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Absorption

Μετάφραση: Absorption
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση (ηχο-)
Αγγλικός όρος:
Absorption (sound-)

Μετάφραση: Absorption (sound-)
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση δια της κατάποσης
Αγγλικός όρος:
Oral absorption

Μετάφραση: Oral absorption
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση μέσω του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin absorption

Μετάφραση: Skin absorption
Ελληνικός όρος:
Απορροφητήρας
Αγγλικός όρος:
Fume hood

Μετάφραση: Fume hood
Ελληνικός όρος:
Απορροφητής ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Energy absorber

Μετάφραση: Energy absorber
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Sorbents

Μετάφραση: Sorbents
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικοί σωληνίσκοι με αντλία
Αγγλικός όρος:
Pumped sorbent tubes

Μετάφραση: Pumped sorbent tubes
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικότητα
Αγγλικός όρος:
Absorbance

Μετάφραση: Absorbance
Ελληνικός όρος:
Απορρυπαντικά
Αγγλικός όρος:
Detergents

Μετάφραση: Detergents
Ελληνικός όρος:
Απόσβεση
Αγγλικός όρος:
Damping

Μετάφραση: Damping
Ελληνικός όρος:
Αποσκευές λανθασμένης διαχείρισης
Αγγλικός όρος:
Mishandled baggage

Μετάφραση: Mishandled baggage
Ελληνικός όρος:
Αποσκευή μη γνωστής ιδιοκτησίας
Αγγλικός όρος:
Unidentified baggage

Μετάφραση: Unidentified baggage
Ελληνικός όρος:
Αποσουλφούρωση ή αποσούλφωση
Αγγλικός όρος:
Desulfonation

Μετάφραση: Desulfonation
Ελληνικός όρος:
Απόσπαση
Αγγλικός όρος:
Abstraction

Μετάφραση: Abstraction
Ελληνικός όρος:
Αποσπώμενη δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Demountable tank

Μετάφραση: Demountable tank
Ελληνικός όρος:
Απόσταξη
Αγγλικός όρος:
Distillation

Μετάφραση: Distillation
Ελληνικός όρος:
Απόσταση ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety distance

Μετάφραση: Safety distance

Ακολουθήστε μας