Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1081 - 1116 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Απoξείδωση
Αγγλικός όρος:
Deoxidation

Μετάφραση: Deoxidation
Ελληνικός όρος:
Απαγορεύεται το κάπνισμα
Αγγλικός όρος:
No smoking

Μετάφραση: No smoking
Ελληνικός όρος:
Απαγορευμένα συστατικά
Αγγλικός όρος:
Prohibited ingredients

Μετάφραση: Prohibited ingredients
Ελληνικός όρος:
Απαγορευμένο χημικό προϊόν
Αγγλικός όρος:
Banned chemical

Μετάφραση: Banned chemical
Ελληνικός όρος:
Απαγόρευση
Αγγλικός όρος:
Prohibition

Μετάφραση: Prohibition
Ελληνικός όρος:
Απαγόρευση λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Prohibition of use

Μετάφραση: Prohibition of use
Ελληνικός όρος:
Απαγωγή αέρα
Αγγλικός όρος:
Extraction

Μετάφραση: Extraction
Ελληνικός όρος:
Απαγωγός
Αγγλικός όρος:
Hood, extraction

Μετάφραση: Hood, extraction
Ελληνικός όρος:
Απαιτήσεις συστήματος
Αγγλικός όρος:
Steering requirements

Μετάφραση: Steering requirements
Ελληνικός όρος:
Απαιτήσεις της νομοθεσίας
Αγγλικός όρος:
Regulatory requirements

Μετάφραση: Regulatory requirements
Ελληνικός όρος:
Απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Requirement

Μετάφραση: Requirement
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή
Αγγλικός όρος:
Waiving

Μετάφραση: Waiving
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή από την υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data waiving

Μετάφραση: Data waiving
Ελληνικός όρος:
Απανθράκωση
Αγγλικός όρος:
Charring

Μετάφραση: Charring
Ελληνικός όρος:
Απάντηση
Αγγλικός όρος:
Response

Μετάφραση: Response
Ελληνικός όρος:
Απασχόληση
Αγγλικός όρος:
Employment

Μετάφραση: Employment
Ελληνικός όρος:
Απασχολησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Employability

Μετάφραση: Employability
Ελληνικός όρος:
Απελευθέρωση
Αγγλικός όρος:
Liberation

Μετάφραση: Liberation
Ελληνικός όρος:
Απεντόμωση
Αγγλικός όρος:
Disinsection

Μετάφραση: Disinsection
Ελληνικός όρος:
Απεργία
Αγγλικός όρος:
Strike

Μετάφραση: Strike
Ελληνικός όρος:
Απεσταγμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Distilled water

Μετάφραση: Distilled water
Ελληνικός όρος:
Απευθυνθείτε στον παραγωγό/προμηθευτή για την ανάκτηση/ανακύκλωση
Αγγλικός όρος:
Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling

Μετάφραση: Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling
Ελληνικός όρος:
Απιδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil

Μετάφραση: Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
Απιονισμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Deionized water

Μετάφραση: Deionized water
Ελληνικός όρος:
Απλά κατάγματα
Αγγλικός όρος:
Closed fractures

Μετάφραση: Closed fractures
Ελληνικός όρος:
Απλή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Simple apparatus

Μετάφραση: Simple apparatus
Ελληνικός όρος:
Απλό ασφυξιογόνο
Αγγλικός όρος:
Simple asphyxiant

Μετάφραση: Simple asphyxiant
Ελληνικός όρος:
Απλοί υγροί κρύσταλλοι
Αγγλικός όρος:
Low molecular mass liquid crystals

Μετάφραση: Low molecular mass liquid crystals
Ελληνικός όρος:
Απλός νουκλεοτιδικός πολυμορφισμός
Αγγλικός όρος:
Single nucleotide polymorphisms (SNPs)

Μετάφραση: Single nucleotide polymorphisms (SNPs)
Ελληνικός όρος:
Άπνοια
Αγγλικός όρος:
Apnea

Μετάφραση: Apnea
Ελληνικός όρος:
Αποαφριστικό
Αγγλικός όρος:
Antifoamer, defoamer

Μετάφραση: Antifoamer, defoamer
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες εκφόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Uploading platforms

Μετάφραση: Uploading platforms
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Loading platforms

Μετάφραση: Loading platforms
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos waste

Μετάφραση: Asbestos waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από αερόβια επεξεργασία αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Wastes from aerobic treatment of waste

Μετάφραση: Wastes from aerobic treatment of waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από εκχύλισμα διαλύτη
Αγγλικός όρος:
Wastes from solvent extraction

Μετάφραση: Wastes from solvent extraction

Ακολουθήστε μας