Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1081 - 1116 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Απoξείδωση
Αγγλικός όρος:
Deoxidation
Μετάφραση:
Deoxidation
Ελληνικός όρος:
Απαγορεύεται το κάπνισμα
Αγγλικός όρος:
No smoking
Μετάφραση:
No smoking
Ελληνικός όρος:
Απαγορευμένα συστατικά
Αγγλικός όρος:
Prohibited ingredients
Μετάφραση:
Prohibited ingredients
Ελληνικός όρος:
Απαγορευμένο χημικό προϊόν
Αγγλικός όρος:
Banned chemical
Μετάφραση:
Banned chemical
Ελληνικός όρος:
Απαγόρευση
Αγγλικός όρος:
Prohibition
Μετάφραση:
Prohibition
Ελληνικός όρος:
Απαγόρευση λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Prohibition of use
Μετάφραση:
Prohibition of use
Ελληνικός όρος:
Απαγωγή αέρα
Αγγλικός όρος:
Extraction
Μετάφραση:
Extraction
Ελληνικός όρος:
Απαγωγός
Αγγλικός όρος:
Hood, extraction
Μετάφραση:
Hood, extraction
Ελληνικός όρος:
Απαιτήσεις συστήματος
Αγγλικός όρος:
Steering requirements
Μετάφραση:
Steering requirements
Ελληνικός όρος:
Απαιτήσεις της νομοθεσίας
Αγγλικός όρος:
Regulatory requirements
Μετάφραση:
Regulatory requirements
Ελληνικός όρος:
Απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Requirement
Μετάφραση:
Requirement
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή
Αγγλικός όρος:
Waiving
Μετάφραση:
Waiving
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή από την υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data waiving
Μετάφραση:
Data waiving
Ελληνικός όρος:
Απανθράκωση
Αγγλικός όρος:
Charring
Μετάφραση:
Charring
Ελληνικός όρος:
Απάντηση
Αγγλικός όρος:
Response
Μετάφραση:
Response
Ελληνικός όρος:
Απασχόληση
Αγγλικός όρος:
Employment
Μετάφραση:
Employment
Ελληνικός όρος:
Απασχολησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Employability
Μετάφραση:
Employability
Ελληνικός όρος:
Απελευθέρωση
Αγγλικός όρος:
Liberation
Μετάφραση:
Liberation
Ελληνικός όρος:
Απεντόμωση
Αγγλικός όρος:
Disinsection
Μετάφραση:
Disinsection
Ελληνικός όρος:
Απεργία
Αγγλικός όρος:
Strike
Μετάφραση:
Strike
Ελληνικός όρος:
Απεσταγμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Distilled water
Μετάφραση:
Distilled water
Ελληνικός όρος:
Απευθυνθείτε στον παραγωγό/προμηθευτή για την ανάκτηση/ανακύκλωση
Αγγλικός όρος:
Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling
Μετάφραση:
Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling
Ελληνικός όρος:
Απιδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Μετάφραση:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
Απιονισμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Deionized water
Μετάφραση:
Deionized water
Ελληνικός όρος:
Απλά κατάγματα
Αγγλικός όρος:
Closed fractures
Μετάφραση:
Closed fractures
Ελληνικός όρος:
Απλή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Simple apparatus
Μετάφραση:
Simple apparatus
Ελληνικός όρος:
Απλό ασφυξιογόνο
Αγγλικός όρος:
Simple asphyxiant
Μετάφραση:
Simple asphyxiant
Ελληνικός όρος:
Απλοί υγροί κρύσταλλοι
Αγγλικός όρος:
Low molecular mass liquid crystals
Μετάφραση:
Low molecular mass liquid crystals
Ελληνικός όρος:
Απλός νουκλεοτιδικός πολυμορφισμός
Αγγλικός όρος:
Single nucleotide polymorphisms (SNPs)
Μετάφραση:
Single nucleotide polymorphisms (SNPs)
Ελληνικός όρος:
Άπνοια
Αγγλικός όρος:
Apnea
Μετάφραση:
Apnea
Ελληνικός όρος:
Αποαφριστικό
Αγγλικός όρος:
Antifoamer, defoamer
Μετάφραση:
Antifoamer, defoamer
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες εκφόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Uploading platforms
Μετάφραση:
Uploading platforms
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Loading platforms
Μετάφραση:
Loading platforms
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos waste
Μετάφραση:
Asbestos waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από αερόβια επεξεργασία αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Wastes from aerobic treatment of waste
Μετάφραση:
Wastes from aerobic treatment of waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από εκχύλισμα διαλύτη
Αγγλικός όρος:
Wastes from solvent extraction
Μετάφραση:
Wastes from solvent extraction
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
27
Page
28
Page
29
Page
30
Τρέχουσα σελίδα
31
Page
32
Page
33
Page
34
Page
35
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »