Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3961 - 3996 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ήπαρ
Αγγλικός όρος:
Liver

Μετάφραση: Liver
Ελληνικός όρος:
Ηπατικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Liver diseases

Μετάφραση: Liver diseases
Ελληνικός όρος:
Ηπατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Hepatitis

Μετάφραση: Hepatitis
Ελληνικός όρος:
Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα
Αγγλικός όρος:
Hepatocellular carcinoma

Μετάφραση: Hepatocellular carcinoma
Ελληνικός όρος:
Ηπατοτοξικά
Αγγλικός όρος:
Hepatotoxicants

Μετάφραση: Hepatotoxicants
Ελληνικός όρος:
Ηπατοτοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Hepatotoxicology

Μετάφραση: Hepatotoxicology
Ελληνικός όρος:
Ηπατοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Hepatotoxicity

Μετάφραση: Hepatotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ήπια εκκίνηση
Αγγλικός όρος:
Soft start

Μετάφραση: Soft start
Ελληνικός όρος:
Ηρεμιστικό
Αγγλικός όρος:
Tranquillizers

Μετάφραση: Tranquillizers
Ελληνικός όρος:
Ηρωΐνη
Αγγλικός όρος:
Heroin or diamorphine

Μετάφραση: Heroin or diamorphine
Ελληνικός όρος:
Ηφαιστειακός
Αγγλικός όρος:
Volcanic

Μετάφραση: Volcanic
Ελληνικός όρος:
Ηχητική πηγή
Αγγλικός όρος:
Sound source

Μετάφραση: Sound source
Ελληνικός όρος:
Ηχητική πίεση κορυφής
Αγγλικός όρος:
Peak sound pressure

Μετάφραση: Peak sound pressure
Ελληνικός όρος:
Ηχητική στάθμη
Αγγλικός όρος:
Sound pressure level

Μετάφραση: Sound pressure level
Ελληνικός όρος:
Ηχοανακλαστικό επίπεδο
Αγγλικός όρος:
Reflecting plane

Μετάφραση: Reflecting plane
Ελληνικός όρος:
Ηχοδοσίμετρο
Αγγλικός όρος:
Sound dose meter

Μετάφραση: Sound dose meter
Ελληνικός όρος:
Ηχοέκθεση
Αγγλικός όρος:
Noise exposure

Μετάφραση: Noise exposure
Ελληνικός όρος:
Ηχόμετρο
Αγγλικός όρος:
Sound level meter or echometer

Μετάφραση: Sound level meter or echometer
Ελληνικός όρος:
Ηχομόνωση
Αγγλικός όρος:
Sound insulation, sound proofing

Μετάφραση: Sound insulation, sound proofing
Ελληνικός όρος:
Ηχοπέτασμα
Αγγλικός όρος:
Sound sceen

Μετάφραση: Sound sceen
Ελληνικός όρος:
Ηχορύπανση
Αγγλικός όρος:
Noise pollution

Μετάφραση: Noise pollution
Ελληνικός όρος:
Ήχος
Αγγλικός όρος:
Sound

Μετάφραση: Sound
Ελληνικός όρος:
Ηχώ
Αγγλικός όρος:
Reverberation

Μετάφραση: Reverberation
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος
Αγγλικός όρος:
Cabinet, chamber

Μετάφραση: Cabinet, chamber
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Sand blasting chamber

Μετάφραση: Sand blasting chamber
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος ασθενών
Αγγλικός όρος:
Sick room

Μετάφραση: Sick room
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος ψύξεως
Αγγλικός όρος:
Cooling chamber

Μετάφραση: Cooling chamber
Ελληνικός όρος:
Θαλάσσια ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Marine pollution

Μετάφραση: Marine pollution
Ελληνικός όρος:
Θάλλιο
Αγγλικός όρος:
Thallium (Tl)

Μετάφραση: Thallium (Tl)
Ελληνικός όρος:
Θάμβωση
Αγγλικός όρος:
Glare

Μετάφραση: Glare
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Fatalities, fatal accidents

Μετάφραση: Fatalities, fatal accidents
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα δόση (για το 50% πληθυσμού πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Lethal dose (LD50)

Μετάφραση: Lethal dose (LD50)
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα συγκέντρωση (για το 50% πληθυσμού πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Lethal concentration 50% (LC50)

Μετάφραση: Lethal concentration 50% (LC50)
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Fatal with contact with skin

Μετάφραση: Fatal with contact with skin
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε περίπτωση εισπνοής
Αγγλικός όρος:
Fatal if inhaled

Μετάφραση: Fatal if inhaled
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε περίπτωση κατάποσης
Αγγλικός όρος:
Fatal if swallowed

Μετάφραση: Fatal if swallowed

Ακολουθήστε μας