Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3853 - 3888 of 9239
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ζελατίνη
Αγγλικός όρος:
Gelatin
Μετάφραση:
Gelatin
Ελληνικός όρος:
Ζελατινοποίηση
Αγγλικός όρος:
Gelation
Μετάφραση:
Gelation
Ελληνικός όρος:
Ζελατινώδης
Αγγλικός όρος:
Gelatinous
Μετάφραση:
Gelatinous
Ελληνικός όρος:
Ζεματίσματα
Αγγλικός όρος:
Scalds
Μετάφραση:
Scalds
Ελληνικός όρος:
Ζεόλιθος
Αγγλικός όρος:
Zeolite
Μετάφραση:
Zeolite
Ελληνικός όρος:
Ζεστός
Αγγλικός όρος:
Hot
Μετάφραση:
Hot
Ελληνικός όρος:
Ζεύξη
Αγγλικός όρος:
Jointing
Μετάφραση:
Jointing
Ελληνικός όρος:
Ζεύξη οπλισμού καλωδίου
Αγγλικός όρος:
Cable armour bonding
Μετάφραση:
Cable armour bonding
Ελληνικός όρος:
Ζημιά
Αγγλικός όρος:
Harm
Μετάφραση:
Harm
Ελληνικός όρος:
Ζητήστε πληροφορίες από τον παραγωγό / προμηθευτή για ανάκτηση / ανακύκλωση
Αγγλικός όρος:
Refer to manufacturer/ supplier for information on recovery/recycling
Μετάφραση:
Refer to manufacturer/ supplier for information on recovery/recycling
Ελληνικός όρος:
Ζιρκόνιο
Αγγλικός όρος:
Zirconium (Zr)
Μετάφραση:
Zirconium (Zr)
Ελληνικός όρος:
Ζιρκόνιο (ορυκτό)
Αγγλικός όρος:
Zircon (ZrSiO4)
Μετάφραση:
Zircon (ZrSiO4)
Ελληνικός όρος:
Ζιρκονύλιο
Αγγλικός όρος:
Zirconyl (ZrO2+)
Μετάφραση:
Zirconyl (ZrO2+)
Ελληνικός όρος:
Ζυγός
Αγγλικός όρος:
Balance
Μετάφραση:
Balance
Ελληνικός όρος:
Ζυμάση
Αγγλικός όρος:
Zymase
Μετάφραση:
Zymase
Ελληνικός όρος:
Ζύμη ή μαγιά ή ζυμομύκητας
Αγγλικός όρος:
Yeast
Μετάφραση:
Yeast
Ελληνικός όρος:
Ζύμοτζεν ή ζυμογόνο
Αγγλικός όρος:
Zymogen
Μετάφραση:
Zymogen
Ελληνικός όρος:
Ζύμωση
Αγγλικός όρος:
Fermentation
Μετάφραση:
Fermentation
Ελληνικός όρος:
Ζύμωση με μαγιά
Αγγλικός όρος:
Yeast fermentation
Μετάφραση:
Yeast fermentation
Ελληνικός όρος:
Ζωικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Animal material
Μετάφραση:
Animal material
Ελληνικός όρος:
Ζώνες
Αγγλικός όρος:
Zones
Μετάφραση:
Zones
Ελληνικός όρος:
Ζώνες ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety belts
Μετάφραση:
Safety belts
Ελληνικός όρος:
Ζώνες καθίσματος
Αγγλικός όρος:
Seat belts
Μετάφραση:
Seat belts
Ελληνικός όρος:
Ζώνη απελευθέρωσης (π.χ. σε ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Unlocking zone
Μετάφραση:
Unlocking zone
Ελληνικός όρος:
Ζώνη κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Danger zone
Μετάφραση:
Danger zone
Ελληνικός όρος:
Ζωοτροφές
Αγγλικός όρος:
Feeding stuffs
Μετάφραση:
Feeding stuffs
Ελληνικός όρος:
Η εισπνοή ατμών μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και ζάλη
Αγγλικός όρος:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Μετάφραση:
Vapours may cause drowsiness and dizziness
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση:
Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion
Μετάφραση:
Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Heating may cause a fire
Μετάφραση:
Heating may cause a fire
Ελληνικός όρος:
Η κατάλληλη διατύπωση καθορίζεται από τον παραγωγό
Αγγλικός όρος:
Appropriate wording to be specified by the manufacturer
Μετάφραση:
Appropriate wording to be specified by the manufacturer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτοσκωρίωση
Αγγλικός όρος:
Electroslag
Μετάφραση:
Electroslag
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical installation
Μετάφραση:
Electrical installation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές καλωδιώσεις
Αγγλικός όρος:
Electrical cabling and wiring
Μετάφραση:
Electrical cabling and wiring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές παράμετροι καλωδίων
Αγγλικός όρος:
Electrical parameters of cables
Μετάφραση:
Electrical parameters of cables
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικές σκούπες
Αγγλικός όρος:
Vacuum cleaners
Μετάφραση:
Vacuum cleaners
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
104
Page
105
Page
106
Page
107
Τρέχουσα σελίδα
108
Page
109
Page
110
Page
111
Page
112
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »