Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3709 - 3744 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ερωτηματολόγιο
Αγγλικός όρος:
Questionnaire

Μετάφραση: Questionnaire
Ελληνικός όρος:
Εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ester

Μετάφραση: Ester
Ελληνικός όρος:
Εστέρες του νιτρικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Nitric acid esters

Μετάφραση: Nitric acid esters
Ελληνικός όρος:
Εστερική γόμα
Αγγλικός όρος:
Ester gum

Μετάφραση: Ester gum
Ελληνικός όρος:
Εστερικό κόμμι
Αγγλικός όρος:
Ester Gum

Μετάφραση: Ester Gum
Ελληνικός όρος:
Εσχαρίσματα
Αγγλικός όρος:
Screenings

Μετάφραση: Screenings
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικά τραύματα
Αγγλικός όρος:
Internal injuries

Μετάφραση: Internal injuries
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικές μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
In house methods

Μετάφραση: In house methods
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική αγορά
Αγγλικός όρος:
Internal market

Μετάφραση: Internal market
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική διασταύρωση
Αγγλικός όρος:
Intersystem crossing (X)

Μετάφραση: Intersystem crossing (X)
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation work

Μετάφραση: Installation work
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική επιθεώρηση του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Internal workplace inspections

Μετάφραση: Internal workplace inspections
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική κατασκευή
Αγγλικός όρος:
Interior construction

Μετάφραση: Interior construction
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική μετατροπή
Αγγλικός όρος:
Internal conversion (C)

Μετάφραση: Internal conversion (C)
Ελληνικός όρος:
Εσωτερική συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Inner packaging

Μετάφραση: Inner packaging
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Inner receptacle

Μετάφραση: Inner receptacle
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Internal standard, IS

Μετάφραση: Internal standard, IS
Ελληνικός όρος:
Εσωτερικός κανονισμός
Αγγλικός όρος:
Internal regulation

Μετάφραση: Internal regulation
Ελληνικός όρος:
Εταιρική κοινωνική ευθύνη
Αγγλικός όρος:
Corporate Social Responsibility, CSR

Μετάφραση: Corporate Social Responsibility, CSR
Ελληνικός όρος:
Εταιρική κουλτούρα
Αγγλικός όρος:
Corporate culture

Μετάφραση: Corporate culture
Ελληνικός όρος:
Ετεροκυκλικές βάσεις
Αγγλικός όρος:
Heterocyclic bases

Μετάφραση: Heterocyclic bases
Ελληνικός όρος:
Ετησίως
Αγγλικός όρος:
Per year

Μετάφραση: Per year
Ελληνικός όρος:
Ετικέτα
Αγγλικός όρος:
Label, mark

Μετάφραση: Label, mark
Ελληνικός όρος:
Ετικέτες που ξεδιπλώνονται
Αγγλικός όρος:
Fold-out labels

Μετάφραση: Fold-out labels
Ελληνικός όρος:
Έτος αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reporting year

Μετάφραση: Reporting year
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Sensitiveness

Μετάφραση: Sensitiveness
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία ή ευπάθεια
Αγγλικός όρος:
Sensitivity

Μετάφραση: Sensitivity
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία παρεμπόδισης ουσίας
Αγγλικός όρος:
Cross sensitivity

Μετάφραση: Cross sensitivity
Ελληνικός όρος:
Ευαισθησία του δέρματος ή δερματική ευαισθητοποίηση
Αγγλικός όρος:
Skin sensitisation

Μετάφραση: Skin sensitisation
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση
Αγγλικός όρος:
Sensitization

Μετάφραση: Sensitization
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση (π.χ. κοινής γνώμης)
Αγγλικός όρος:
Awareness raising

Μετάφραση: Awareness raising
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση του αναπνευστικού/του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Respiratory/skin sensitization

Μετάφραση: Respiratory/skin sensitization
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποίηση του κοινού
Αγγλικός όρος:
Public awareness

Μετάφραση: Public awareness
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητής
Αγγλικός όρος:
Sensitizer

Μετάφραση: Sensitizer
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητική διά της επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact sensitiser

Μετάφραση: Contact sensitiser
Ελληνικός όρος:
Ευαισθητοποιητική του αναπνευστικού συστήματος ουσία
Αγγλικός όρος:
Respiratory sensitiser

Μετάφραση: Respiratory sensitiser

Ακολουθήστε μας