Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3889 - 3924 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Electric counductivity

Μετάφραση: Electric counductivity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική μόνωση
Αγγλικός όρος:
Electrical isolation

Μετάφραση: Electrical isolation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική προστασία
Αγγλικός όρος:
Electrical protection

Μετάφραση: Electrical protection
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Electrical apparatus

Μετάφραση: Electrical apparatus
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Voltage

Μετάφραση: Voltage
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό οξύ ή βουτανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)

Μετάφραση: Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electric field

Μετάφραση: Electric field
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electric current

Μετάφραση: Electric current
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σήμα
Αγγλικός όρος:
Electric signal

Μετάφραση: Electric signal
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σίδερο συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Electric soldering iron

Μετάφραση: Electric soldering iron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό στροφόμετρο
Αγγλικός όρος:
Electrical tachometer

Μετάφραση: Electrical tachometer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σύστημα αποφυγής της μετατόπισης
Αγγλικός όρος:
Electrical anti-creep system

Μετάφραση: Electrical anti-creep system
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοί κίνδυνοι ή κίνδυνοι από το ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical hazards

Μετάφραση: Electrical hazards
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός
Αγγλικός όρος:
Electrical

Μετάφραση: Electrical
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)

Μετάφραση: Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical separation

Μετάφραση: Electrical separation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl succinate

Μετάφραση: Dimethyl succinate
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical equipment

Μετάφραση: Electrical equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός πίνακας
Αγγλικός όρος:
Electric panel, switchboard

Μετάφραση: Electric panel, switchboard
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός φανός χειρός
Αγγλικός όρος:
Torch light or flash light

Μετάφραση: Torch light or flash light
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοσουλφαθειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Succinoylsulfathiazole

Μετάφραση: Succinoylsulfathiazole
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτριμίδιο
Αγγλικός όρος:
Succinimide (C4H5NO2)

Μετάφραση: Succinimide (C4H5NO2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρισμός
Αγγλικός όρος:
Electricity

Μετάφραση: Electricity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδια
Αγγλικός όρος:
Electrodes

Μετάφραση: Electrodes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο γραφίτη
Αγγλικός όρος:
Graphite-electrode

Μετάφραση: Graphite-electrode
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο δευτέρου είδους
Αγγλικός όρος:
Electrode of the second order

Μετάφραση: Electrode of the second order
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροευαίσθητες προστατευτικές διατάξεις
Αγγλικός όρος:
Electrosensitive protective devices

Μετάφραση: Electrosensitive protective devices
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκινητήρας
Αγγλικός όρος:
Electric motor

Μετάφραση: Electric motor
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο όχημα με συσσωρευτή
Αγγλικός όρος:
Battery –vehicle

Μετάφραση: Battery –vehicle
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο φορτηγό όχημα
Αγγλικός όρος:
Battery powered truck

Μετάφραση: Battery powered truck
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκόλληση χειρός
Αγγλικός όρος:
Manual arc welding

Μετάφραση: Manual arc welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόλυση
Αγγλικός όρος:
Electrolysis

Μετάφραση: Electrolysis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρολύτες
Αγγλικός όρος:
Electrolytes

Μετάφραση: Electrolytes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic radiation

Μετάφραση: Electromagnetic radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική δύναμη
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic force

Μετάφραση: Electromagnetic force
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic field

Μετάφραση: Electromagnetic field

Ακολουθήστε μας