Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 4033 - 4068 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Θειούχο υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Hydrogen sulfide, hydrosulfuric acid

Μετάφραση: Hydrogen sulfide, hydrosulfuric acid
Ελληνικός όρος:
Θειούχος αιθοξυ-4-νιτροφαινοξυ φαινυλοφωσφίνη ή αιθοξυ-4-νιτροφαινοξυ θειοφαινυλοφωσφίνη
Αγγλικός όρος:
Ethoxy-4-nitrophenoxy-phenylphosphine sulphide, EPN

Μετάφραση: Ethoxy-4-nitrophenoxy-phenylphosphine sulphide, EPN
Ελληνικός όρος:
Θειούχος μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead sulfide

Μετάφραση: Lead sulfide
Ελληνικός όρος:
Θειοφαίνιο
Αγγλικός όρος:
Thiopene, thiphene

Μετάφραση: Thiopene, thiphene
Ελληνικός όρος:
Θειοφαινόλες
Αγγλικός όρος:
Thiophenols

Μετάφραση: Thiophenols
Ελληνικός όρος:
Θειράμ ή θειώδες τετραμεθυλοδιουράνιο
Αγγλικός όρος:
Thiram, tetramethyldiurane sulfite, tetrathiuram disulphide, TMTD

Μετάφραση: Thiram, tetramethyldiurane sulfite, tetrathiuram disulphide, TMTD
Ελληνικός όρος:
Θειώδες ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium sulfite

Μετάφραση: Calsium sulfite
Ελληνικός όρος:
Θειώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulphurous acid (H2SO3)

Μετάφραση: Sulphurous acid (H2SO3)
Ελληνικός όρος:
Θειώδες οξύ αλκυλοβενζολίου
Αγγλικός όρος:
Alkylbenzene sulphonic acid

Μετάφραση: Alkylbenzene sulphonic acid
Ελληνικός όρος:
Θεματικά κέντρα (του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Υγεία και την Ασφάλεια)
Αγγλικός όρος:
Topic Centres (TC)

Μετάφραση: Topic Centres (TC)
Ελληνικός όρος:
Θεμελίωση
Αγγλικός όρος:
Foundation

Μετάφραση: Foundation
Ελληνικός όρος:
Θεοφυλλίνη
Αγγλικός όρος:
Theophylline

Μετάφραση: Theophylline
Ελληνικός όρος:
Θεραπεία
Αγγλικός όρος:
Treatment or therapy

Μετάφραση: Treatment or therapy
Ελληνικός όρος:
Θεραπευτική αποτυχία
Αγγλικός όρος:
Treatment failure

Μετάφραση: Treatment failure
Ελληνικός όρος:
Θέρμανση
Αγγλικός όρος:
Heating

Μετάφραση: Heating
Ελληνικός όρος:
Θερμαντήρας καύσης
Αγγλικός όρος:
Combustion heater

Μετάφραση: Combustion heater
Ελληνικός όρος:
Θερμαντική πλάκα
Αγγλικός όρος:
Hot plate

Μετάφραση: Hot plate
Ελληνικός όρος:
Θερμή εργασία
Αγγλικός όρος:
Hot work

Μετάφραση: Hot work
Ελληνικός όρος:
Θερμική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Thermal conductivity

Μετάφραση: Thermal conductivity
Ελληνικός όρος:
Θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Thermal radiation

Μετάφραση: Thermal radiation
Ελληνικός όρος:
Θερμική άνεση
Αγγλικός όρος:
Thermal comfort

Μετάφραση: Thermal comfort
Ελληνικός όρος:
Θερμική αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Thermal resistance

Μετάφραση: Thermal resistance
Ελληνικός όρος:
Θερμική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Thermal cracking

Μετάφραση: Thermal cracking
Ελληνικός όρος:
Θερμική καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Heat stress, thermal stress

Μετάφραση: Heat stress, thermal stress
Ελληνικός όρος:
Θερμική κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Heat treatment

Μετάφραση: Heat treatment
Ελληνικός όρος:
Θερμική κοπή
Αγγλικός όρος:
Thermal cutting

Μετάφραση: Thermal cutting
Ελληνικός όρος:
Θερμική μόνωση ή θερμομόνωση
Αγγλικός όρος:
Thermal insulation

Μετάφραση: Thermal insulation
Ελληνικός όρος:
Θερμική προστασία κατά τη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Thermal protection in operation

Μετάφραση: Thermal protection in operation
Ελληνικός όρος:
Θερμικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Thermal enviroment

Μετάφραση: Thermal enviroment
Ελληνικός όρος:
Θερμικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Thermal hazard

Μετάφραση: Thermal hazard
Ελληνικός όρος:
Θερμοδυναμική θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Thermodynamic temperature

Μετάφραση: Thermodynamic temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητες κόλλες
Αγγλικός όρος:
Heat sensitive adhesives

Μετάφραση: Heat sensitive adhesives
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητοι ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Heat-sensitive detectors

Μετάφραση: Heat-sensitive detectors
Ελληνικός όρος:
Θερμοκήπιο
Αγγλικός όρος:
Greenhouse

Μετάφραση: Greenhouse
Ελληνικός όρος:
Θερμοκόλληση πλαστικού
Αγγλικός όρος:
Hot plastic welding

Μετάφραση: Hot plastic welding
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Temperature

Μετάφραση: Temperature

Ακολουθήστε μας