Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3925 - 3960 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic spectrum

Μετάφραση: Electromagnetic spectrum
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομυογραφία
Αγγλικός όρος:
Electromyography

Μετάφραση: Electromyography
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy (TEM)

Μετάφραση: Transmission electron microscopy (TEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy (SEM)

Μετάφραση: Scanning electron microscopy (SEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική παρακολούθηση εργασιών
Αγγλικός όρος:
Electronic work monitoring

Μετάφραση: Electronic work monitoring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικό
Αγγλικός όρος:
Electronic

Μετάφραση: Electronic
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electronic equipment

Μετάφραση: Electronic equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός υπολογιστής
Αγγλικός όρος:
Computer

Μετάφραση: Computer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electron

Μετάφραση: Electron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος
Αγγλικός όρος:
Relay

Μετάφραση: Relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος χρονικής καθυστερήσεως
Αγγλικός όρος:
Time delay relay

Μετάφραση: Time delay relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροοπτικά φαινόμενα
Αγγλικός όρος:
Electroptical effects

Μετάφραση: Electroptical effects
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροπληξία
Αγγλικός όρος:
Electrocution, electric shock

Μετάφραση: Electrocution, electric shock
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροστατικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Electrostatic properties

Μετάφραση: Electrostatic properties
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσυγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Electric welding

Μετάφραση: Electric welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσύντηξη
Αγγλικός όρος:
Electrofusion

Μετάφραση: Electrofusion
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρα καλώδια
Αγγλικός όρος:
Power lines

Μετάφραση: Power lines
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρηση
Αγγλικός όρος:
Electrophoresis

Μετάφραση: Electrophoresis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροχημικός
Αγγλικός όρος:
Electrochemical

Μετάφραση: Electrochemical
Ελληνικός όρος:
Ηλιακή ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Solar radiation

Μετάφραση: Solar radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλικιωμένοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Ageing workers

Μετάφραση: Ageing workers
Ελληνικός όρος:
Ήλιο
Αγγλικός όρος:
Helium (He)

Μετάφραση: Helium (He)
Ελληνικός όρος:
Ήλος
Αγγλικός όρος:
Nail

Μετάφραση: Nail
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια ατομική ηχοέκθεση εργαζομένου
Αγγλικός όρος:
Daily personal noise exposure of a worker

Μετάφραση: Daily personal noise exposure of a worker
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια έκθεση
Αγγλικός όρος:
Daily exposure

Μετάφραση: Daily exposure
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια έκθεση σε κραδασμούς
Αγγλικός όρος:
Daily vibration exposure

Μετάφραση: Daily vibration exposure
Ελληνικός όρος:
Ημερολόγιο
Αγγλικός όρος:
Log book

Μετάφραση: Log book
Ελληνικός όρος:
Ημερομηνία έκδοσης
Αγγλικός όρος:
Issue date

Μετάφραση: Issue date
Ελληνικός όρος:
Ημερομηνία λήξης
Αγγλικός όρος:
Expiration date

Μετάφραση: Expiration date
Ελληνικός όρος:
Ημιαγωγός
Αγγλικός όρος:
Semiconductor

Μετάφραση: Semiconductor
Ελληνικός όρος:
Ημιάκαμπτος σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Semi-rigid hose

Μετάφραση: Semi-rigid hose
Ελληνικός όρος:
Ημιακετάλη
Αγγλικός όρος:
Hemiacetal

Μετάφραση: Hemiacetal
Ελληνικός όρος:
Ημιθειοακετάλη
Αγγλικός όρος:
Hemithioacetal (ESCH(OH)R)

Μετάφραση: Hemithioacetal (ESCH(OH)R)
Ελληνικός όρος:
Ημικρανία
Αγγλικός όρος:
Migraine

Μετάφραση: Migraine
Ελληνικός όρος:
Ημιμελλιτόλιο
Αγγλικός όρος:
Hemimellitene

Μετάφραση: Hemimellitene
Ελληνικός όρος:
Ημιτονοειδής
Αγγλικός όρος:
Sinusoidal

Μετάφραση: Sinusoidal

Ακολουθήστε μας