Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 433 - 468 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κλουβί
Αγγλικός όρος:
Cage, crate

Μετάφραση: Cage, crate
Ελληνικός όρος:
Κλοφέν
Αγγλικός όρος:
Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs

Μετάφραση: Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs
Ελληνικός όρος:
Κλωβός
Αγγλικός όρος:
Crate

Μετάφραση: Crate
Ελληνικός όρος:
Κλωβός ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety cage

Μετάφραση: Safety cage
Ελληνικός όρος:
Κλωστηρίδιο της αλλαντίασης
Αγγλικός όρος:
Clostridium botulinum

Μετάφραση: Clostridium botulinum
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργία
Αγγλικός όρος:
Textile industry

Μετάφραση: Textile industry
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργικό μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Textile machinery

Μετάφραση: Textile machinery
Ελληνικός όρος:
Κεντρική μονάδα επεξεργασίας, ΚΜΕ
Αγγλικός όρος:
Central processing unit, CPU

Μετάφραση: Central processing unit, CPU
Ελληνικός όρος:
Κνήμη
Αγγλικός όρος:
Leg

Μετάφραση: Leg
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact urticaria

Μετάφραση: Contact urticaria
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση ή κνησμός
Αγγλικός όρος:
Urticaria

Μετάφραση: Urticaria
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό νευρικό σύστημα, ΚΝΣ
Αγγλικός όρος:
Central nervous system, CNS

Μετάφραση: Central nervous system, CNS
Ελληνικός όρος:
Κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt, Co

Μετάφραση: Cobalt, Co
Ελληνικός όρος:
Κόβω
Αγγλικός όρος:
Cut

Μετάφραση: Cut
Ελληνικός όρος:
Κοιλιακός
Αγγλικός όρος:
Ventricular

Μετάφραση: Ventricular
Ελληνικός όρος:
Κοινή αιτία
Αγγλικός όρος:
Common cause

Μετάφραση: Common cause
Ελληνικός όρος:
Κοινή απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Common requirement

Μετάφραση: Common requirement
Ελληνικός όρος:
Κοινή διάταξη ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Common safety device

Μετάφραση: Common safety device
Ελληνικός όρος:
Κοινή ονομασία
Αγγλικός όρος:
Common name

Μετάφραση: Common name
Ελληνικός όρος:
Κοινή υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Joint submission of data

Μετάφραση: Joint submission of data
Ελληνικός όρος:
Κοινό
Αγγλικός όρος:
Public

Μετάφραση: Public
Ελληνικός όρος:
Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Joint Research Centre of the Commission, JRC

Μετάφραση: Joint Research Centre of the Commission, JRC
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιημένη ουσία
Αγγλικός όρος:
Notified substance

Μετάφραση: Notified substance
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση
Αγγλικός όρος:
Notification

Μετάφραση: Notification
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard communication

Μετάφραση: Hazard communication
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιών
Αγγλικός όρος:
Notifier

Μετάφραση: Notifier
Ελληνικός όρος:
Κοινοτικός οργανισμός
Αγγλικός όρος:
Community agency

Μετάφραση: Community agency
Ελληνικός όρος:
Κοινοχρησία δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data sharing

Μετάφραση: Data sharing
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική ασφάλιση
Αγγλικός όρος:
Social insurance, social security (USA)

Μετάφραση: Social insurance, social security (USA)
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική υποστήριξη
Αγγλικός όρος:
Social support

Μετάφραση: Social support
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί εταίροι
Αγγλικός όρος:
Social partners

Μετάφραση: Social partners
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί φορείς
Αγγλικός όρος:
Social actors

Μετάφραση: Social actors
Ελληνικός όρος:
Κοκαΐνη
Αγγλικός όρος:
Cocaine, benzoylmethylecgonine

Μετάφραση: Cocaine, benzoylmethylecgonine
Ελληνικός όρος:
Κόκκος
Αγγλικός όρος:
Grain

Μετάφραση: Grain
Ελληνικός όρος:
Κολικός
Αγγλικός όρος:
Colic

Μετάφραση: Colic
Ελληνικός όρος:
Κολικός νεφρού
Αγγλικός όρος:
Kidney colic

Μετάφραση: Kidney colic

Ακολουθήστε μας