Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 360 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κηλίδα
Αγγλικός όρος:
Spot
Μετάφραση:
Spot
Ελληνικός όρος:
Κηροζίνη
Αγγλικός όρος:
Kerosene
Μετάφραση:
Kerosene
Ελληνικός όρος:
Κητάνιο
Αγγλικός όρος:
Cetane, hexadecane
Μετάφραση:
Cetane, hexadecane
Ελληνικός όρος:
Κητόσπερμα
Αγγλικός όρος:
Spermaceti
Μετάφραση:
Spermaceti
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Box, case
Μετάφραση:
Box, case
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο αποσκευών
Αγγλικός όρος:
Baggage container
Μετάφραση:
Baggage container
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο πρώτων βοηθειών
Αγγλικός όρος:
First aid kit
Μετάφραση:
First aid kit
Ελληνικός όρος:
Κιμωλία
Αγγλικός όρος:
Chalk
Μετάφραση:
Chalk
Ελληνικός όρος:
Κιναλδίνη
Αγγλικός όρος:
Quinaldine, 2-methyloquinoline
Μετάφραση:
Quinaldine, 2-methyloquinoline
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiation hazards
Μετάφραση:
Radiation hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από την διαχείριση υλικών
Αγγλικός όρος:
Materials handling hazards
Μετάφραση:
Materials handling hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι για την υγεία στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related health risks
Μετάφραση:
Work-related health risks
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Danger, hazard, risk
Μετάφραση:
Danger, hazard, risk
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects
Μετάφραση:
Danger of cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος από αναρρόφηση
Αγγλικός όρος:
Aspiration hazard
Μετάφραση:
Aspiration hazard
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος δημόσιας υγείας
Αγγλικός όρος:
Public health risk
Μετάφραση:
Public health risk
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί υπό περιορισμό
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion if heated under confinement
Μετάφραση:
Risk of explosion if heated under confinement
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί υπό περιορισμό
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion if heated under confinement
Μετάφραση:
Risk of explosion if heated under confinement
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion
Μετάφραση:
Risk of explosion
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς
Αγγλικός όρος:
Explosion risk in case of fire
Μετάφραση:
Explosion risk in case of fire
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος μαζικής έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Mass explosion hazard
Μετάφραση:
Mass explosion hazard
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος μαζικής έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς
Αγγλικός όρος:
May mass explode in fire
Μετάφραση:
May mass explode in fire
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μονίμων επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects
Μετάφραση:
Danger of very serious irreversible effects
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation
Μετάφραση:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation and in contact with skin
Μετάφραση:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation and in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation and if swallowed
Μετάφραση:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed
Μετάφραση:
Danger of very serious irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος πυρκαγιάς ανατίναξης ή εκτόξευσης
Αγγλικός όρος:
Fire, blast or projective hazard
Μετάφραση:
Fire, blast or projective hazard
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Μετάφραση:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed
Μετάφραση:
Danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος σοβαρών οφθαλμικών βλαβών
Αγγλικός όρος:
Risk of serious damage to eyes
Μετάφραση:
Risk of serious damage to eyes
Ελληνικός όρος:
Κινηματικό ιξώδες
Αγγλικός όρος:
Kinematic viscosity
Μετάφραση:
Kinematic viscosity
Ελληνικός όρος:
Κινησιολογία
Αγγλικός όρος:
Kinesiology
Μετάφραση:
Kinesiology
Ελληνικός όρος:
Κινητά ικριώματα
Αγγλικός όρος:
Mobile scaffolds
Μετάφραση:
Mobile scaffolds
Ελληνικός όρος:
Κινητές θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Mobile workplaces
Μετάφραση:
Mobile workplaces
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »