Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Treatment

Μετάφραση: Treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metal treatment

Μετάφραση: Metal treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασίες επιφανειών
Αγγλικός όρος:
Treating surfaces

Μετάφραση: Treating surfaces
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες γραμμές
Αγγλικός όρος:
Guidelines

Μετάφραση: Guidelines
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες τιμές Βιολογικής Παρακολούθησης (ΗΒ)
Αγγλικός όρος:
Biological Monitoring Guidance Values (UK)

Μετάφραση: Biological Monitoring Guidance Values (UK)
Ελληνικός όρος:
Κατεχόλη
Αγγλικός όρος:
Catechol

Μετάφραση: Catechol
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Class, category

Μετάφραση: Class, category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία απαιτήσεων ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality requirement category

Μετάφραση: Quality requirement category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature class

Μετάφραση: Temperature class
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard category

Μετάφραση: Hazard category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία συσκευών
Αγγλικός όρος:
Equipment category

Μετάφραση: Equipment category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία χρήσης και έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Use and exposure category

Μετάφραση: Use and exposure category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορίες εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Type of workers

Μετάφραση: Type of workers
Ελληνικός όρος:
Κατιόν
Αγγλικός όρος:
Cation

Μετάφραση: Cation
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπεντενυλίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopentenyl cation

Μετάφραση: Cyclopentenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπροπενίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopropenyl cation

Μετάφραση: Cyclopropenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending Paper Chromatography

Μετάφραση: Descending Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Κατοπτρικές καταχωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Mirror entries

Μετάφραση: Mirror entries
Ελληνικός όρος:
Κάτοχος
Αγγλικός όρος:
keeper

Μετάφραση: keeper
Ελληνικός όρος:
Κατσαβίδι
Αγγλικός όρος:
Screwdriver

Μετάφραση: Screwdriver
Ελληνικός όρος:
Κάτω άκρα
Αγγλικός όρος:
Lower limbs

Μετάφραση: Lower limbs
Ελληνικός όρος:
Κάτω απόληξη φρέατος
Αγγλικός όρος:
Pit

Μετάφραση: Pit
Ελληνικός όρος:
Κατώτατη δόση με παρατηρήσιμη επιβλαβή επίδραση
Αγγλικός όρος:
Lowest dose of adverse health effects, LDAHE

Μετάφραση: Lowest dose of adverse health effects, LDAHE
Ελληνικός όρος:
Κατώτατο όριο εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Lower explosion limit

Μετάφραση: Lower explosion limit
Ελληνικός όρος:
Κατώτερη θερμογόνος δύναμη
Αγγλικός όρος:
Lower calorific value of a fuel (Hu)

Μετάφραση: Lower calorific value of a fuel (Hu)
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο αναπνευστικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Lower respiratory system

Μετάφραση: Lower respiratory system
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο εκρηκτικό όριο
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL

Μετάφραση: Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL

Μετάφραση: Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο εκτίμησης
Αγγλικός όρος:
Lower assessment threshold

Μετάφραση: Lower assessment threshold
Ελληνικός όρος:
Καυσαέρια
Αγγλικός όρος:
Exhaust gases, exhausts, flue gases

Μετάφραση: Exhaust gases, exhausts, flue gases
Ελληνικός όρος:
Καύση
Αγγλικός όρος:
Combustion

Μετάφραση: Combustion
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υγρά
Αγγλικός όρος:
Combustible liquids

Μετάφραση: Combustible liquids
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υπολείμματα
Αγγλικός όρος:
Residual fuel oils

Μετάφραση: Residual fuel oils
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Fuel, combustible

Μετάφραση: Fuel, combustible
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο υλικό
Αγγλικός όρος:
Combustible material

Μετάφραση: Combustible material
Ελληνικός όρος:
Καυστική-φρυγμένη μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia

Μετάφραση: Caustic-calcinated, light-burned magnesia

Ακολουθήστε μας