Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 253 - 288 of 680
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Treatment
Μετάφραση:
Treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασία μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metal treatment
Μετάφραση:
Metal treatment
Ελληνικός όρος:
Κατεργασίες επιφανειών
Αγγλικός όρος:
Treating surfaces
Μετάφραση:
Treating surfaces
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες γραμμές
Αγγλικός όρος:
Guidelines
Μετάφραση:
Guidelines
Ελληνικός όρος:
Κατευθυντήριες τιμές Βιολογικής Παρακολούθησης (ΗΒ)
Αγγλικός όρος:
Biological Monitoring Guidance Values (UK)
Μετάφραση:
Biological Monitoring Guidance Values (UK)
Ελληνικός όρος:
Κατεχόλη
Αγγλικός όρος:
Catechol
Μετάφραση:
Catechol
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Class, category
Μετάφραση:
Class, category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία απαιτήσεων ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality requirement category
Μετάφραση:
Quality requirement category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Temperature class
Μετάφραση:
Temperature class
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard category
Μετάφραση:
Hazard category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία συσκευών
Αγγλικός όρος:
Equipment category
Μετάφραση:
Equipment category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορία χρήσης και έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Use and exposure category
Μετάφραση:
Use and exposure category
Ελληνικός όρος:
Κατηγορίες εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Type of workers
Μετάφραση:
Type of workers
Ελληνικός όρος:
Κατιόν
Αγγλικός όρος:
Cation
Μετάφραση:
Cation
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπεντενυλίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopentenyl cation
Μετάφραση:
Cyclopentenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιόν κυκλοπροπενίου
Αγγλικός όρος:
Cyclopropenyl cation
Μετάφραση:
Cyclopropenyl cation
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending Paper Chromatography
Μετάφραση:
Descending Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Κατοπτρικές καταχωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Mirror entries
Μετάφραση:
Mirror entries
Ελληνικός όρος:
Κάτοχος
Αγγλικός όρος:
keeper
Μετάφραση:
keeper
Ελληνικός όρος:
Κατσαβίδι
Αγγλικός όρος:
Screwdriver
Μετάφραση:
Screwdriver
Ελληνικός όρος:
Κάτω άκρα
Αγγλικός όρος:
Lower limbs
Μετάφραση:
Lower limbs
Ελληνικός όρος:
Κάτω απόληξη φρέατος
Αγγλικός όρος:
Pit
Μετάφραση:
Pit
Ελληνικός όρος:
Κατώτατη δόση με παρατηρήσιμη επιβλαβή επίδραση
Αγγλικός όρος:
Lowest dose of adverse health effects, LDAHE
Μετάφραση:
Lowest dose of adverse health effects, LDAHE
Ελληνικός όρος:
Κατώτατο όριο εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Lower explosion limit
Μετάφραση:
Lower explosion limit
Ελληνικός όρος:
Κατώτερη θερμογόνος δύναμη
Αγγλικός όρος:
Lower calorific value of a fuel (Hu)
Μετάφραση:
Lower calorific value of a fuel (Hu)
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο αναπνευστικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Lower respiratory system
Μετάφραση:
Lower respiratory system
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο εκρηκτικό όριο
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL
Μετάφραση:
Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Lower Explosive Limit, LEL
Μετάφραση:
Lower Explosive Limit, LEL
Ελληνικός όρος:
Κατώτερο όριο εκτίμησης
Αγγλικός όρος:
Lower assessment threshold
Μετάφραση:
Lower assessment threshold
Ελληνικός όρος:
Καυσαέρια
Αγγλικός όρος:
Exhaust gases, exhausts, flue gases
Μετάφραση:
Exhaust gases, exhausts, flue gases
Ελληνικός όρος:
Καύση
Αγγλικός όρος:
Combustion
Μετάφραση:
Combustion
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υγρά
Αγγλικός όρος:
Combustible liquids
Μετάφραση:
Combustible liquids
Ελληνικός όρος:
Καύσιμα υπολείμματα
Αγγλικός όρος:
Residual fuel oils
Μετάφραση:
Residual fuel oils
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Fuel, combustible
Μετάφραση:
Fuel, combustible
Ελληνικός όρος:
Καύσιμο υλικό
Αγγλικός όρος:
Combustible material
Μετάφραση:
Combustible material
Ελληνικός όρος:
Καυστική-φρυγμένη μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Μετάφραση:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Τρέχουσα σελίδα
8
Page
9
Page
10
Page
11
Page
12
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »