Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 109 - 144 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Καπνοί ασφάλτου
Αγγλικός όρος:
Asphalt fumes

Μετάφραση: Asphalt fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνοί κηρού παραφίνης
Αγγλικός όρος:
Paraffin wax fume

Μετάφραση: Paraffin wax fume
Ελληνικός όρος:
Καπνοί συγκoλλήσεων αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Aluminium welding fumes

Μετάφραση: Aluminium welding fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνοί συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Welding fumes

Μετάφραση: Welding fumes
Ελληνικός όρος:
Καπνός
Αγγλικός όρος:
Smoke, fume

Μετάφραση: Smoke, fume
Ελληνικός όρος:
Καπνός (π.χ. καμινάδας)
Αγγλικός όρος:
Soot

Μετάφραση: Soot
Ελληνικός όρος:
Καπνός ασφάλτου ως αερόλυμα διαλυτό στο βενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Asphalt fume as benzene-soluble aerosol

Μετάφραση: Asphalt fume as benzene-soluble aerosol
Ελληνικός όρος:
Καπνός τσιγάρου
Αγγλικός όρος:
Tobacco smoke

Μετάφραση: Tobacco smoke
Ελληνικός όρος:
Καπνός χλωριούχου αμμωνίου
Αγγλικός όρος:
Ammonium chloride fume

Μετάφραση: Ammonium chloride fume
Ελληνικός όρος:
Καπρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Capric acid, decanoic acid

Μετάφραση: Capric acid, decanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπρολακτάμη
Αγγλικός όρος:
Caprolactam

Μετάφραση: Caprolactam
Ελληνικός όρος:
Καπροναλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Caproaldehyde

Μετάφραση: Caproaldehyde
Ελληνικός όρος:
Καπροναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproamide, hexanamide

Μετάφραση: Caproamide, hexanamide
Ελληνικός όρος:
Καπρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caproic acid, hexanoic acid

Μετάφραση: Caproic acid, hexanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπροϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Caproyl chloride

Μετάφραση: Caproyl chloride
Ελληνικός όρος:
Καπρυλικό οξύ ή οκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Caprylic acid or octanoic acid

Μετάφραση: Caprylic acid or octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Καπτάνη
Αγγλικός όρος:
Captan

Μετάφραση: Captan
Ελληνικός όρος:
Καπταφόλη
Αγγλικός όρος:
Captafol

Μετάφραση: Captafol
Ελληνικός όρος:
Καραντίνα
Αγγλικός όρος:
Quarantine

Μετάφραση: Quarantine
Ελληνικός όρος:
Καρβαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Carbazole

Μετάφραση: Carbazole
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium carbamate

Μετάφραση: Ammonium carbamate
Ελληνικός όρος:
Καρβαμιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbamic acid

Μετάφραση: Carbamic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβανύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl, phenyl isocyanate

Μετάφραση: Carbonyl, phenyl isocyanate
Ελληνικός όρος:
Καρβαρύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbaryl

Μετάφραση: Carbaryl
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium carbide, calcium acetylide

Μετάφραση: Calcium carbide, calcium acetylide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του βορίου
Αγγλικός όρος:
Boron carbide

Μετάφραση: Boron carbide
Ελληνικός όρος:
Καρβίδιο του πυριτίου ή ανθρακοπυρίτιο
Αγγλικός όρος:
Silicon carbide (C-Si)

Μετάφραση: Silicon carbide (C-Si)
Ελληνικός όρος:
Καρβινόλη
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol

Μετάφραση: Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Καρβιτόλη ή μονοαιθυλεθέρας της διαιθυλενογλυκόλης ή μονοαιθυλεθέρας της αιθυλενοδιγλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE

Μετάφραση: Carbitol, diethylene glycol monoethyl ether, ethylene diglycol monoethyl ether, DEGEE
Ελληνικός όρος:
Καρβολικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid

Μετάφραση: Carbolic acid, phenol, hydroxybenzene, phenic acid
Ελληνικός όρος:
Καρβόνιο
Αγγλικός όρος:
Carbon, C

Μετάφραση: Carbon, C
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl

Μετάφραση: Carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του κοβαλτίου
Αγγλικός όρος:
Cobalt carbonyl

Μετάφραση: Cobalt carbonyl
Ελληνικός όρος:
Καρβονύλιο του νικελίου
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel

Μετάφραση: Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Ελληνικός όρος:
Καρβονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl chloride, phosgene

Μετάφραση: Carbonyl chloride, phosgene
Ελληνικός όρος:
Καρβοξύλιo
Αγγλικός όρος:
Carboxyl

Μετάφραση: Carboxyl

Ακολουθήστε μας