Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Καφάσι
Αγγλικός όρος:
Crate

Μετάφραση: Crate
Ελληνικός όρος:
Καφέ αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Brown asbestos

Μετάφραση: Brown asbestos
Ελληνικός όρος:
Καφεΐνη
Αγγλικός όρος:
Caffeine

Μετάφραση: Caffeine
Ελληνικός όρος:
Κάψουλα
Αγγλικός όρος:
Capsule

Μετάφραση: Capsule
Ελληνικός όρος:
Κέλβιν
Αγγλικός όρος:
Kelvin

Μετάφραση: Kelvin
Ελληνικός όρος:
Κελλοβιόζη
Αγγλικός όρος:
Cellobiose

Μετάφραση: Cellobiose
Ελληνικός όρος:
Κέλυφος
Αγγλικός όρος:
Shell

Μετάφραση: Shell
Ελληνικός όρος:
Κενό
Αγγλικός όρος:
Vacuum

Μετάφραση: Vacuum
Ελληνικός όρος:
Κενό βυτιοφόρο
Αγγλικός όρος:
Empty tank vehicle

Μετάφραση: Empty tank vehicle
Ελληνικός όρος:
Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών
Αγγλικός όρος:
U.S Centers for Disease Control and Prevention, CDC

Μετάφραση: U.S Centers for Disease Control and Prevention, CDC
Ελληνικός όρος:
Κεντρική γραμμή
Αγγλικός όρος:
Central line

Μετάφραση: Central line
Ελληνικός όρος:
Κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Central processing unit, CPU

Μετάφραση: Central processing unit, CPU
Ελληνικός όρος:
Κεντρική τιμή
Αγγλικός όρος:
Central value

Μετάφραση: Central value
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Central nervous system, CNS

Μετάφραση: Central nervous system, CNS
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Central element

Μετάφραση: Central element
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έδρα το Λουξεμβούργο
Αγγλικός όρος:
Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)

Μετάφραση: Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Centre for the Prevention of Occupational Risk

Μετάφραση: Centre for the Prevention of Occupational Risk
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης
Αγγλικός όρος:
Documentation and Information centre

Μετάφραση: Documentation and Information centre
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Centre for Occupational Health and Safety

Μετάφραση: Centre for Occupational Health and Safety
Ελληνικός όρος:
Κερατίνη
Αγγλικός όρος:
Keratin

Μετάφραση: Keratin
Ελληνικός όρος:
Κερατοειδής
Αγγλικός όρος:
Corneal

Μετάφραση: Corneal
Ελληνικός όρος:
Κέρδος
Αγγλικός όρος:
Profit

Μετάφραση: Profit
Ελληνικός όρος:
Κερί ή κηρός
Αγγλικός όρος:
Wax

Μετάφραση: Wax
Ελληνικός όρος:
Κέρωμα
Αγγλικός όρος:
Waxing

Μετάφραση: Waxing
Ελληνικός όρος:
Κετάλη
Αγγλικός όρος:
Ketal

Μετάφραση: Ketal
Ελληνικός όρος:
Κετένη
Αγγλικός όρος:
Ketene

Μετάφραση: Ketene
Ελληνικός όρος:
Κετένιο
Αγγλικός όρος:
Keten

Μετάφραση: Keten
Ελληνικός όρος:
Κετογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoglutaric acid

Μετάφραση: Ketoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Κετόζη
Αγγλικός όρος:
Ketose

Μετάφραση: Ketose
Ελληνικός όρος:
Κετοϊσοκαπριονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoisocaproic acid

Μετάφραση: Ketoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Κετόνη
Αγγλικός όρος:
Ketone

Μετάφραση: Ketone
Ελληνικός όρος:
Κετονοξύ
Αγγλικός όρος:
Ketone acid

Μετάφραση: Ketone acid
Ελληνικός όρος:
Κετοπεντόζη
Αγγλικός όρος:
Ketopentose

Μετάφραση: Ketopentose
Ελληνικός όρος:
Κεφάλι
Αγγλικός όρος:
Head

Μετάφραση: Head
Ελληνικός όρος:
Κηκιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Gallic acid

Μετάφραση: Gallic acid
Ελληνικός όρος:
Κήλη
Αγγλικός όρος:
Hernias

Μετάφραση: Hernias

Ακολουθήστε μας