Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κατανομή φορτίου
Αγγλικός όρος:
Load sharing

Μετάφραση: Load sharing
Ελληνικός όρος:
Κατανομή χρόνου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working time arrangement

Μετάφραση: Working time arrangement
Ελληνικός όρος:
Καταπίνω
Αγγλικός όρος:
Swallow

Μετάφραση: Swallow
Ελληνικός όρος:
Καταπολέμηση του άγχους
Αγγλικός όρος:
Stress management

Μετάφραση: Stress management
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Exertion

Μετάφραση: Exertion
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση λόγω ψύχους
Αγγλικός όρος:
Cold stress

Μετάφραση: Cold stress
Ελληνικός όρος:
Κατάποση
Αγγλικός όρος:
Ingestion

Μετάφραση: Ingestion
Ελληνικός όρος:
Καταπραϋντικά
Αγγλικός όρος:
Sedatives

Μετάφραση: Sedatives
Ελληνικός όρος:
Κατάργηση ή ακύρωση ή ανάκληση
Αγγλικός όρος:
Repeal

Μετάφραση: Repeal
Ελληνικός όρος:
Καταρράκτης προκαλούμενος από θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Cataracts caused by heat radiation

Μετάφραση: Cataracts caused by heat radiation
Ελληνικός όρος:
Κατασκευαστική βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Construction industry

Μετάφραση: Construction industry
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή
Αγγλικός όρος:
Construction

Μετάφραση: Construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή επίπεδης οροφής
Αγγλικός όρος:
Flat roof construction

Μετάφραση: Flat roof construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή μονώσεων
Αγγλικός όρος:
Insulation construction

Μετάφραση: Insulation construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Reinforced concrete construction

Μετάφραση: Reinforced concrete construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή πεζοδρόμων
Αγγλικός όρος:
Construction of footways

Μετάφραση: Construction of footways
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή σωληνοδικτύων
Αγγλικός όρος:
Pipeline construction

Μετάφραση: Pipeline construction
Ελληνικός όρος:
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency situation

Μετάφραση: Emergency situation
Ελληνικός όρος:
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης από ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Radiological emergency

Μετάφραση: Radiological emergency
Ελληνικός όρος:
Κατάστημα χονδρικού εμπορίου
Αγγλικός όρος:
Cash & Carry

Μετάφραση: Cash & Carry
Ελληνικός όρος:
Καταστροφή
Αγγλικός όρος:
Destruction, catastrophe, disaster

Μετάφραση: Destruction, catastrophe, disaster
Ελληνικός όρος:
Καταστροφικοί ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Destructive detectors

Μετάφραση: Destructive detectors
Ελληνικός όρος:
Κατάστρωμα
Αγγλικός όρος:
Deck

Μετάφραση: Deck
Ελληνικός όρος:
Κατάταξη σε ζώνες
Αγγλικός όρος:
Zoning

Μετάφραση: Zoning
Ελληνικός όρος:
Κατατεμαχισμός
Αγγλικός όρος:
Pyrolysis, cracking

Μετάφραση: Pyrolysis, cracking
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση ή κακοποίηση ή κακομεταχείριση
Αγγλικός όρος:
Abuse (e.g. drug)

Μετάφραση: Abuse (e.g. drug)
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση ουσιών
Αγγλικός όρος:
Substance abuse

Μετάφραση: Substance abuse
Ελληνικός όρος:
Κατάχρηση φαρμάκων
Αγγλικός όρος:
Drug abuse

Μετάφραση: Drug abuse
Ελληνικός όρος:
Καταχώρηση
Αγγλικός όρος:
Registration

Μετάφραση: Registration
Ελληνικός όρος:
Καταχώρηση ε.α.ο. (εκτός άλλως οριζόμενο)
Αγγλικός όρος:
Not otherwise specified entry, NOS entry

Μετάφραση: Not otherwise specified entry, NOS entry
Ελληνικός όρος:
Κανονισμός για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Regulation concerning the Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)

Ελληνικός όρος:
Καταχωρίζων
Αγγλικός όρος:
Registrant

Μετάφραση: Registrant
Ελληνικός όρος:
Καταχώριση, Αξιολόγηση, Αδειοδότηση και Περιορισμοί των χημικών προϊόντων
Αγγλικός όρος:
Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)

Μετάφραση: Registration, Evaluation, Authorisation and Restriction of Chemicals (REACH)
Ελληνικός όρος:
Καταχωρών
Αγγλικός όρος:
Registrant

Μετάφραση: Registrant
Ελληνικός όρος:
Κατεδάφιση
Αγγλικός όρος:
Demolition, taking down

Μετάφραση: Demolition, taking down
Ελληνικός όρος:
Κατεδάφιση με χρήση κινητού εξοπλισμού ανακύκλωσης
Αγγλικός όρος:
Demolition work employing mobile recycling plants

Μετάφραση: Demolition work employing mobile recycling plants

Ακολουθήστε μας