Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 505 - 540 of 680
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Κόστος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour cost

Μετάφραση: Labour cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος σχετιζόμενο με την ποιότητα
Αγγλικός όρος:
Quality related cost

Μετάφραση: Quality related cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος των ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Costs of accidents

Μετάφραση: Costs of accidents
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλια
Αγγλικός όρος:
Cradles

Μετάφραση: Cradles
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλιο χειριστή
Αγγλικός όρος:
Operator's cab

Μετάφραση: Operator's cab
Ελληνικός όρος:
Κουλτούρα τμημάτων
Αγγλικός όρος:
Departmental culture

Μετάφραση: Departmental culture
Ελληνικός όρος:
Κουμόλιο ή 2-φαινυλοπροπάνιο ή ισοπροπυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene

Μετάφραση: Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene
Ελληνικός όρος:
Κουπαστή, κιγκλίδωμα
Αγγλικός όρος:
Balustrade

Μετάφραση: Balustrade
Ελληνικός όρος:
Κούπριο
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu

Μετάφραση: Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Κούραση
Αγγλικός όρος:
Fatigue

Μετάφραση: Fatigue
Ελληνικός όρος:
Κοφτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharp tools

Μετάφραση: Sharp tools
Ελληνικός όρος:
Κραδασμός μεταδιδόμενος στο σύστημα χεριού-βραχίονα
Αγγλικός όρος:
Hand arm vibration

Μετάφραση: Hand arm vibration
Ελληνικός όρος:
Κράμα
Αγγλικός όρος:
Alloy

Μετάφραση: Alloy
Ελληνικός όρος:
Κράμπα
Αγγλικός όρος:
Cramp

Μετάφραση: Cramp
Ελληνικός όρος:
Κρανιακές κακώσεις
Αγγλικός όρος:
Head injuries

Μετάφραση: Head injuries
Ελληνικός όρος:
Κράνος
Αγγλικός όρος:
Helmet

Μετάφραση: Helmet
Ελληνικός όρος:
Κράνος ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety helmet

Μετάφραση: Safety helmet
Ελληνικός όρος:
Κράτημα
Αγγλικός όρος:
Holding

Μετάφραση: Holding
Ελληνικός όρος:
Κράτος μέλος
Αγγλικός όρος:
Member State, MS

Μετάφραση: Member State, MS
Ελληνικός όρος:
Κρεατινίνη ή 1- μεθυλογλυκοκυανιδίνη
Αγγλικός όρος:
Creatinine, 1-methylglycocyanidine

Μετάφραση: Creatinine, 1-methylglycocyanidine
Ελληνικός όρος:
Κρεζόλη
Αγγλικός όρος:
Cresol

Μετάφραση: Cresol
Ελληνικός όρος:
Κρεόζωτο
Αγγλικός όρος:
Creosote

Μετάφραση: Creosote
Ελληνικός όρος:
Κριθάρι
Αγγλικός όρος:
Barley

Μετάφραση: Barley
Ελληνικός όρος:
Κριμιδίνη
Αγγλικός όρος:
Crimidine

Μετάφραση: Crimidine
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμα όρια
Αγγλικός όρος:
Critical limits

Μετάφραση: Critical limits
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμα σημεία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Critical control points, CCP

Μετάφραση: Critical control points, CCP
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμες στάθμες
Αγγλικός όρος:
Critical levels

Μετάφραση: Critical levels
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμη εναπόθεση θείου
Αγγλικός όρος:
Critical sulphur deposition

Μετάφραση: Critical sulphur deposition
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμη θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Critical temperature

Μετάφραση: Critical temperature
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμη ομάδα
Αγγλικός όρος:
Critical group

Μετάφραση: Critical group
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμη περιοχή
Αγγλικός όρος:
Critical region

Μετάφραση: Critical region
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμη τιμή
Αγγλικός όρος:
Critical value

Μετάφραση: Critical value
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμο μέγεθος φουρνιάς δειγμάτων
Αγγλικός όρος:
Critical batch size

Μετάφραση: Critical batch size
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμο φορτίο
Αγγλικός όρος:
Critical load

Μετάφραση: Critical load
Ελληνικός όρος:
Κρίσιμος δείκτης ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Criticality safety index, CSI

Μετάφραση: Criticality safety index, CSI
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια
Αγγλικός όρος:
Criteria

Μετάφραση: Criteria

Ακολουθήστε μας