Βλέπετε τις εγγραφές : 851 - 900, σε σύνολο 1356
Μη εκτεθειμένες τοποθεσίες αστικού χαρακτήρα
Ορισμός 1: Τοποθεσίες σε αστικές περιοχές στις οποίες τα επίπεδα είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης ολόκληρου του αστικού πληθυσμού.
Μη επικίνδυνα απόβλητα
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που δεν καλύπτονται από την παρ. 2 (Επικίνδυνα απόβλητα)..
Μη επικίνδυνη περιοχή
Ορισμός 1: Μια περιοχή στην οποία δεν αναμένονται να παρουσιαστούν επικίνδυνες ατμόσφαιρες ώστε να µην απαιτούνται ειδικές προφυλάξεις για τις κατασκευές και για τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών.
Μη κλινική μελέτη για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος ή μελέτη
Ορισμός 1: Ένα πείραμα ή μια σειρά πειραμάτων με τα οποία ένα ελεγχόμενο στοιχείο εξετάζεται στο εργαστήριο ή στο περιβάλλον για να συγκεντρωθούν στοιχεία σχετικά με τις ιδιότητες ή/και την ασφάλειά του τα οποία θα υποβληθούν στις αρμόδιες για κανονιστικές ρυθμίσεις αρχές.
Μη οδικά κινητά μηχανήματα που διατίθενται αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση
Ορισμός 1: Μηχανήματα με ενσωματωμένη πηγή ενέργειας ή με σύστημα μετάδοσης κίνησης έλξης που τροφοδοτούνται από εξωτερική πηγή ενέργειας η λειτουργία των οποίων απαιτεί είτε κινητικότητα είτε συνεχή ή ημισυνεχή κίνηση μεταξύ μιας σειράς σταθερών σημείων εργασίας κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών και που διατίθενται αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση.
Μη παραγωγική εγκατάσταση «Μ.Π.Εγκ.»
Ορισμός 1: Σημαίνει εγκατάσταση εκτός εκείνης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή.
Μη συμβατά υλικά
Ορισμός 1: Tα υλικά που ενδέχεται να αντιδρούν επικίνδυνα όταν αναμειγνύονται. Υπόκεινται στις απαιτήσεις διαχωρισμού του επιμέρους τμήματος 9.3 και στους πίνακες για μεμονωμένα φορτία που ταξινομούνται στην Ομάδα Β.
Μη συνεκτικό υλικό
Ορισμός 1: Τα ξηρά υλικά που μετακινούνται εύκολα λόγω ολίσθησης κατά τη μεταφορά, όπως απαριθμούνται στο προσάρτημα 3, παράγραφος 1, "Ιδιότητες Στερεών Χύδην Φορτίων".
Μη φυσιολογική αύξηση
Ορισμός 1: Aνωμαλίες στο βάρος ή στο μέγεθος των οργάνων ή του βάρους των γόνων.
Μητρικό πρατήριο συμπιεσμένου φυσικού αερίου/βιομεθανίου/Μείγματος φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG) ή Mother CNG/CBG/BioCNG station
Ορισμός 1: Το πρατήριο CNG/CBG/BioCNG που εφοδιάζεται απευθείας από το δίκτυο του φυσικού αερίου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4001/2011 (Α’ 179), όπως ισχύει, στην περίπτωση που έχει εγκατασταθεί συμπιεστής μεγάλης δυναμικότητας (για παράδειγμα συμπιεστής με ισχύ μεγαλύτερη των 130kW ή με παροχή μεγαλύτερη των 800m³/hr), δύναται να εφοδιάζει και βυτιοφόρα οχήματα ή/και συστοιχίες κυλίνδρων συμπιεσμένου φυσικού αερίου/βιομεθανίου/μείγματος φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG), για τη τροφοδοσία άλλων «Πρατηρίων διανομής συμπιεσμένου φυσικού αερίου/βιομεθανίου/μείγματος φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG)» ή άλλων εγκαταστάσεων καταναλωτών απομακρυσμένων από το δίκτυο φυσικού αερίου.
Μηχανή
Ορισμός 1: Ένα σύνολο συνδεδεμένων μεταξύ τους τμημάτων ή οργάνων από τα οποία τουλάχιστον ένα κινητό και ενδεχομένως, ένα σύνολο διατάξεων ενεργοποίησης κυκλωμάτων χειρισμού και ισχύος κλπ., συνενωμένων σε ενιαίο όλο µε σκοπό συγκεκριμένη εφαρμογή, ιδίως για τη μεταποίηση, την επεξεργασία, τη μετακίνηση και την προετοιμασία ενός υλικού.
Ορισμός 2: Ένα σύνολο μηχανών, οι οποίες έχουν διαταχθεί και ο χειρισμός τους γίνεται έτσι ώστε να λειτουργούν σε συσχέτιση μεταξύ τους µε σκοπό την επίτευξη ενός και του αυτού αποτελέσματος.
Ορισμός 3: Ο εναλλάξιμος εξοπλισμός που τροποποιεί τη λειτουργία μιας μηχανής και διατίθεται στην αγορά µε σκοπό να συναρμολογηθεί επί μιας μηχανής ή επί σειράς διαφορετικών μηχανών ή σε ένα ελκυστήρα από τον ίδιο χειριστή, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός δεν είναι ανταλλακτικό ή εργαλείο.
Μηχάνημα
Ορισμός 1: Σύνολο εξοπλισμένο ή το οποίο πρόκειται να εξοπλισθεί με σύστημα μεταδόσεως της κίνησης εκτός από την άμεσα εφαρμοζόμενη ανθρώπινη ή ζωική δύναμη, απαρτιζόμενο από συνδεδεμένα μεταξύ τους τμήματα ή δομικά στοιχεία, από τα οποία ένα τουλάχιστον είναι κινητό και τα οποία είναι συνενωμένα για συγκεκριμένη εφαρμογή.
Ορισμός 2: Σύνολο που μνημονεύεται στην πρώτη περίπτωση, από το οποίο λείπουν μόνο τα στοιχεία για τη σύνδεση του στο χώρο χρήσης ή με πηγές ενέργειας και κίνησης.
Ορισμός 3: Σύνολο που μνημονεύεται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση, έτοιμο προς εγκατάσταση, το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως έχει παρά μόνον μετά τη συναρμογή του σε μεταφορικό μέσο, ή την εγκατάσταση του σε κτίριο ή σε κατασκεύασμα.
Ορισμός 4: Σύνολα μηχανημάτων που μνημονεύονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση ή ημιτελή μηχανήματα τα οποία, προς επίτευξη του ίδιου σκοπού, διατάσσονται και ελέγχονται με τρόπο που να λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο.
Ορισμός 5: Σύνολο συνδεόμενων μερών ή δομικών στοιχείων, ένα τουλάχιστον εκ των οποίων κινείται και τα οποία συναρμόζονται, με σκοπό την ανύψωση φορτίων και μοναδική πηγή ισχύος του οποίου είναι η άμεσα εφαρμοζόμενη ανθρώπινη προσπάθεια.
Μηχάνημα για την πλήρωση ή εκκένωση σιλοφόρων ή βυτιοφόρων φορτηγών
Ορισμός 1: Οι διατάξεις με κινητήρα προσαρμοσμένες σε σιλοφόρα ή βυτιοφόρα φορτηγά, για την φόρτωση ή την εκφόρτωση υγρών ή χύδην υλικού με αντλίες ή παρόμοιο εξοπλισμό.
Μηχάνημα εκτόξευσης πίδακα ύδατος υψηλής πίεσης
Ορισμός 1: Το μηχάνημα με ακροφύσια ή άλλες οπές επιτάχυνσης της ροής απ' όπου το ύδωρ - καθαρό ή με πρόσθετα -εκτοξεύεται ως ελεύθερος πίδακας. Κατά κανόνα, τα μηχανήματα εκτόξευσης πίδακα ύδατος υψηλής πίεσης αποτελούνται από τον κινητήρα, τη γεννήτρια πίεσης, τους εύκαμπτους σωλήνες, τις διατάξεις ψεκασμού, τους μηχανισμούς ασφάλειας, τα χειριστήρια και τους μετρητές. Τα μηχανήματα εκτόξευσης πίδακα νερού υψηλής πίεσης είναι κινητά ή στάσιμα:
- τα κινητά μηχανήματα εκτόξευσης πίδακα ύδατος υψηλής πίεσης είναι εύκολα μετακινούμενα μηχανήματα που σχεδιάζονται προς χρήση σε διάφορα εργοτάξια, και για το λόγο αυτό είναι συνήθως εξοπλισμένα με ίδιο σύστημα πορείας ή είναι προσαρμοσμένα σε οχήματα. Όλες οι απαραίτητες γραμμές παροχής είναι εύκαμπτες και εύκολα αποσυνδεόμενες,
- τα στάσιμα μηχανήματα εκτόξευσης πίδακα ύδατος υψηλής πίεσης σχεδιάζονται προς χρήση σε συγκεκριμένο εργοτάξιο για ορισμένη χρονική περίοδο, αλλά είναι δυνατό να μεταφέρονται σε άλλο εργοτάξιο με χρήση κατάλληλου εξοπλισμού. Συνήθως είναι προσαρμοσμένα σε πέδιλο ολίσθησης ή σε πλαίσιο και φέρουν γραμμές παροχής με δυνατότητα αποσύνδεσης.
Μηχάνημα έργου
Ορισμός 1: Το μηχανοκίνητο όχημα που προορίζεται για την κατασκευή και συντήρηση οδικών ή άλλων τεχνικών έργων. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει και τα οχήματα που προορίζονται για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας, τον καθαρισμό και τη σήμανση των οδών.
Δεν υπάγονται στην κατηγορία των μηχανημάτων έργων, θεωρούμενα ως αυτοκίνητα, τα μηχανοκίνητα οχήματα που εκτελούν και μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων επί των οδών της χώρας, καθώς και τα οχήματα Ειδικής Χρήσης – Ειδικού Σκοπού.
Ορισμός 2: Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση εργασιών οι οποίες διακρίνονται στις ακόλουθες εννέα (9) ειδικότητες:
1) εκσκαφής και εν γένει χωματουργικές,
2) ανύψωσης και μεταφοράς φορτίων ή προσώπων,
3) οδοστρωσίας,
4) εξυπηρέτησης οδών και αεροδρομίων,
5) υπόγειων έργων και μεταλλείων,
6) έλξης,
7) διάτρησης και κοπής εδαφών,
8) ειδικές εργασίες ανύψωσης, και
9) πολλαπλές εργασίες.
Ορισμός 3: Αυτοκινούμενο όχημα που προορίζεται για την εκτέλεση τεχνικού έργου.
Μηχάνημα έργου πολλαπλών εργασιών
Ορισμός 1: Είναι μηχάνημα έργου που δύναται να εκτελεί εργασίες που ανήκουν σε διαφορετικές ειδικότητες.
Μηχάνημα έργων (κινητό μηχάνημα)
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο μηχάνημα το οποίο έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί ειδικά για να εκτελεί εργασίες και το οποίο, λόγω των χαρακτηριστικών κατασκευής του, δεν είναι κατάλληλο για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων.
Τα μηχανήματα που τοποθετούνται σε μηχανοκίνητο όχημα δεν θεωρούνται κινητά μηχανήματα.
Τα μηχανήματα έργων διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
(1) Κατηγορία 1: Αυτά τα οποία δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσουν επί μονίμων οδοστρωμάτων (π.χ. ερπυστριοφόρα, κυλιόμενοι κύλινδροι).
(2) Κατηγορία 2: Αυτά τα οποία έχουν την τεχνική δυνατότητα κίνησης επί της οδού.
Μηχάνημα που παρουσιάζει κινδύνους λόγω της κινητικότητάς του
Ορισμός 1: — μηχάνημα η λειτουργία του οποίου απαιτεί είτε κινητικότητα κατά τη διάρκεια της εργασίας, είτε συνεχής ή διακοπτόμενη μετακίνηση, σε διαδοχικές καθορισμένες θέσεις εργασίας, ή
— μηχάνημα το οποίο χρησιμοποιείται χωρίς μετακίνηση, αλλά ενδέχεται να είναι εξοπλισμένο με μέσα που επιτρέπουν την ευκολότερη μετακίνησή του από μία θέση σε άλλη.
Μηχάνημα τοποθέτησης σωλήνων
Ορισμός 1: Αυτοπροωθούμενο ερπυστριοφόρο ή τροχοφόρο μηχάνημα, ειδικά σχεδιασμένο για το χειρισμό και την τοποθέτηση σωλήνων και τη μεταφορά εξοπλισμού σωληναγωγών. Το μηχάνημα, ο σχεδιασμός του οποίου βασίζεται σε ελκυστήρα, διαθέτει ειδικά σχεδιασμένα κατασκευαστικά στοιχεία όπως σύστημα πορείας, κύριο πλαίσιο, αντίβαρο, βραχίονα (μπούμα) και μηχανισμό ανύψωσης φορτίου, και κατακόρυφα περιστρεφόμενο πλευρικό βραχίονα.
Μηχανήματα εφαρμογής φυτοφαρμάκων
Ορισμός 1: Μηχανήματα τα οποία προορίζονται για την εφαρμογή φυτοπροστατευτικών προϊόντων, με την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1). Στα εν λόγω μηχανήματα περιλαμβάνονται μηχανήματα αυτοκινούμενα, ρυμουλκούμενα, φερόμενα ή ημιφερόμενα από οχήματα, εναέρια, καθώς και ακινητοποιημένα μηχανήματα που προορίζονται για εφαρμογή φυτοφαρμάκων, τόσο για επαγγελματική όσο και για μη επαγγελματική χρήση. Περιλαμβάνονται, επίσης, τα μηχανήματα με κινητήρα ή τα χειροκίνητα μηχανήματα, τα φορητά μηχανήματα και τα μηχανήματα χειρός με θάλαμο πίεσης.
Μηχανήματα συμπύκνωσης
Ορισμός 1: Μηχανήματα που συμπυκνώνουν υλικά, π.χ. λιθορριπές, επιφανειακές στρώσεις χώματος ή στρώσεις ασφάλτου, μέσω της δράσης κύλισης, συμπίεσης ή δόνησης του ενεργούντος εργαλείου. Πρόκειται για μηχανήματα αυτοπροωθούμενα ή ρυμουλκούμενα ή με βαδίζοντα χειριστή ή για εξαρτήματα φέρουσας μηχανής. Τα μηχανήματα συμπύκνωσης υποδιαιρούνται ως εξής:
- οδοστρωτήρες με επιβαίνοντα χειριστή: αυτοπροωθούμενα μηχανήματα συμπύκνωσης με έναν ή περισσότερους μεταλλικούς κυλίνδρους (τύμπανα) ή ελαστικά επίσωτρα, στα οποία η θέση του χειριστή είναι ενσωματωμένη στο μηχάνημα,
- οδοστρωτήρες με βαδίζοντα χειριστή: αυτοπροωθούμενα μηχανήματα συμπύκνωσης με έναν ή περισσότερους μεταλλικούς κυλίνδρους (τύμπανα) ή ελαστικά επίσωτρα, στα οποία οι διατάξεις για την κίνηση, οδήγηση, πέδηση και δόνηση είναι έτσι διατεταγμένες ώστε ο χειρισμός να διενεργείται από βαδίζοντα χειριστή ή με τηλεχειρισμό, ρυμουλκούμενοι οδοστρωτήρες: μηχανήματα συμπύκνωσης με έναν ή περισσότερους μεταλλικούς κυλίνδρους (τύμπανα) ή ελαστικά επίσωτρα, τα οποία δεν διαθέτουν ανεξάρτητο σύστημα κίνησης και η θέση του χειριστή ευρίσκεται στο έλκον όχημα,
- δονητικές πλάκες και δονητικοί κριοί: μηχανήματα συμπύκνωσης με βασικό εργαλείο συμπύκνωσης πλάκες επίπεδης βάσης οι οποίες δονούνται. Τα μηχανήματα αυτά χειρίζεται βαδίζων χειριστής ή λειτουργούν ως εξάρτημα φέροντος μηχανήματος,
- σφύρες εκτόνωσης: μηχανήματα συμπύκνωσης με βασικό εργαλείο συμπύκνωσης επίπεδη πλάκα η οποία εκτελεί κυρίως κατακόρυφες αναπηδήσεις μέσω πίεσης εκτόνωσης. Το μηχάνημα χειρίζεται συμβαδίζων χειριστής.
Μηχανική πριονοκορδέλλα εργοταξίου
Ορισμός 1: Τροφοδοτούμενο με τα χέρια μηχάνημα με κινητήρα, βάρους μικρότερου των 200 kg, εξοπλισμένο με μία μόνο πριονωτή λεπίδα υπό μορφή συνεχόμενης ταινίας που είναι προσαρμοσμένη και κινείται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων τροχαλιών.
Μηχανικός εξαερισμός
Ορισμός 1: Ο εξαερισμός που παράγεται με ηλεκτρική ενέργεια.
Μηχανοκίνητο σάρωθρο
Ορισμός 1: Το μηχάνημα συλλογής απορριμμάτων με σάρωση που διαθέτει εξοπλισμό ο οποίος σαρώνει τα απορρίμματα προς στόμιο αναρρόφησης, απ' όπου μεταφέρονται σε χοάνη συλλογής πνευματικώς, με ρεύμα αέρα υψηλής ταχύτητας, ή με μηχανικό σύστημα. Οι διατάξεις σάρωσης και συλλογής είτε είναι προσαρμοσμένες σε γυμνό πήγμα φορτηγού οχήματος ή ενσωματώνονται σε ειδικό αμάξωμα. Το μηχάνημα είναι μόνιμο ή αφαιρέσιμο, όπως στην περίπτωση συστήματος εναλλάξιμου αμαξώματος.
Μικροοργανισμός
Ορισμός 1: Η μικροβιακή οντότητα, κυτταρική ή μη κυτταρική που είναι ικανή να αναπαράγεται ή να μεταφέρει γενετικό υλικό.
Ορισμός 2: Κάθε μικροβιολογική οντότητα, κυτταρική ή μη κυτταρική, ικανή να αναπαράγεται ή να μεταβιβάζει γενετικό υλικό, όπως οι κατώτεροι μύκητες, οι ιοί, τα βακτηρίδια, οι ζυμομύκητες, οι ευρωτομύκητες, οι άλγες (φύκη), τα πρωτόζωα και οι μικροσκοπικοί παρασιτικοί έλμινθες.
Μικτά επικίνδυνα απόβλητα (ΜΕΑ)
Ορισμός 1: Τα οποία εκδηλώνουν την επικίνδυνη ιδιότητα Η9 ταυτόχρονα με μία ή περισσότερες επικίνδυνες ιδιότητες σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ του άρθρου 60 του Νόμου 4042/2012.
Ο όρος «Μικτά Επικίνδυνα Απόβλητα (ΜΕΑ)» αντικαθιστά τον όρο «Επικίνδυνα Ιατρικά Απόβλητα που έχουν ταυτόχρονα μολυσματικό και τοξικό χαρακτήρα (ΕΙΑ – ΜΤΧ)», ο οποίος προβλέπεται στην κοινή υπουργική απόφαση 37591/2031/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1419).
Μικτό πρατήριο CNG/CBG/BioCNG
Ορισμός 1: Πρατήριο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσης, το οποίο ανεφοδιάζει τροχοφόρα οχήματα με συμπιεσμένο φυσικό αέριο/βιομεθάνιο/μείγμα φυσικού αερίου - βιομεθανίου (CNG/CBG/BioCNG), υγρά καύσιμα (βενζίνη - πετρέλαιο), ή/και υγραέριο (LPG) (μόνο σε περίπτωση δημόσιου πρατηρίου), υπό οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών.
Μονάδα
Ορισμός 1: Επίγειο ή υπόγειο τεχνικό υποσύνολο εγκατάστασης, όπου γίνεται παραγωγή, χρήση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών. Στο υποσύνολο αυτό συμπεριλαμβάνεται ο εξοπλισμός, οι κατασκευές, οι αγωγοί, οι μηχανές, τα εργαλεία, οι ιδιωτικές σιδηροδρομικές διακλαδώσεις, οι νηοδόχοι, οι αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης που εξυπηρετούν την μονάδα, οι προβλήτες, οι αποθήκες ή συναφείς κατασκευές, πλωτές ή μη, που χρειάζονται για τη λειτουργία της συγκεκριμένης μονάδας·
Μονάδα
Ορισμός 1: Κάθε όχημα, εμπορευματοκιβώτιο, παλέτα, βαγόνι τραίνου και αποσυνδεόμενη ή φορητή δεξαμενή ή δεξαμενή επί οχήματος (βυτιοφόρο).
Μονάδα Κλειστού Τύπου
Ορισμός 1: Κάθε μονάδα που είναι καλά κλειστή από όλες τις μεριές, επιτρεπόμενης μόνο της ύπαρξης εξαεριστικών όπου απαιτείται (π.χ βυτιοφόρα υγρών καυσίμων). Ανοικτή μονάδα είναι κάθε μονάδα που δεν είναι κλειστή.
Μονάδα συμπίεσης
Ορισμός 1: Η μονάδα που συμπιέζει το φυσικό αέριο και αποτελείται από έναν ή περισσότερους συμπιεστές, συμπεριλαμβανομένων όλων των σωληνώσεων και του απαραίτητου εξοπλισμού.
Μονάδες ασφαλείας του συστήματος ελέγχου
Ορισμός 1: Οι μονάδες ελέγχου, οι οποίες αποτρέπουν τη λειτουργία των εγκαταστάσεων υπό μη αποδεκτές και επισφαλείς συνθήκες λειτουργίας.
Μονάδες φυσικού αντικειμένου
Ορισμός 1: Οι χαρακτηριστικές για κάθε αντικείμενο σύμβασης μοναδιαίες διαστάσεις του, πολλαπλάσια των οποίων το συνθέτουν και ορίζουν το μέγεθος του κατά κύριο λόγο, όπως χιλιόμετρα οδού, επιμέρους αυτοτελείς δομικές κατασκευές (γέφυρες, σήραγγες, οχετούς, ανισόπεδους κόμβους και διαβάσεις), τετραγωνικά μέτρα κτιρίων ή αποτυπώσεων ή οι μονάδες του χρόνου που απαιτούνται για την εκτέλεση της σύμβασης.
Μονώροφα
Ορισμός 1: Είναι τα καταστήματα που η κύρια δραστηριότητά τους αναπτύσσεται σε έναν (1) όροφο.
Μονώροφη εγκατάσταση
Ορισμός 1: Εγκατάσταση που αναπτύσσεται σε έναν (1) υπέργειο όροφο, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και ο όροφος εκκένωσης.
Μοτοσικλέτα, Μοτοποδήλατο
Ορισμός 1: Τα οδικά οχήματα που ορίζονται ως μοτοσικλέτα ή μοτοποδήλατο, αντίστοιχα, στο άρθρο 2 του Κ.Ο.Κ., εφεξής καλούμενα «οχήματα».
Νανοϋλικό
Ορισμός 1: Φυσική ή μεταποιημένη δραστική ουσία ή μη δραστική ουσία που περιέχει σωματίδια, σε μη δεσμευμένη μορφή ή ως σύμπηγμα ή συσσωμάτωμα και εφόσον, σύμφωνα με την κατανομή των αριθμητικών μεγεθών, τουλάχιστον το 50 % των σωματιδίων έχει μία ή περισσότερες εξωτερικές διαστάσεις εντός της κλίμακας μεγέθους 1 nm - 100 nm.
Ναυπήγηση
Ορισμός 1: Η κατασκευή ενός ολοκληρωμένου πλοίου, που περιλαμβάνει την κατασκευή του περιβλήματος, την εγκατάσταση του προωστηρίου συστήματος, εφόσον προβλέπεται, των βοηθητικών συστημάτων του και την κατασκευή και τον εξοπλισμό των κύριων και βοηθητικών χώρων.
Ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις
Ορισμός 1: Οι επιχειρήσεις οι οποίες αναλαμβάνουν την εκτέλεση εργασιών σε έναν ή και περισσότερους από τους τομείς ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων, στις οποίες έχει παραχωρηθεί νομίμως πρόσβαση στον αιγιαλό και χρήση του αντίστοιχου θαλάσσιου χώρου.
Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη (ΝΑ.ΖΩ.)
Ορισμός 1: Η χερσαία και θαλάσσια έκταση, που παραχωρείται νόμιμα εντός των ορίων θαλάσσιας έκτασης, αιγιαλού και παραλίας, η οποία χωροθετείται σύμφωνα με το άρθ. 1§3 του Ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254/Α`/15.12.1997) και την Υ.Α. οικ. 2584/99/Φ.Ν.2545/2003 (ΦΕΚ 139/Β`/11.2.2003) Χώροι και εγκαταστάσεις της ΝΑ.ΖΩ. μπορεί να εκμισθώνονται από τους οικείους φορείς διοίκησης, διαχείρισης ή εκμετάλλευσης για την εκτέλεση εργασιών ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων.
Ναυπηγοεπισκευαστικό έργο
Ορισμός 1: Κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση.
Νέα εγκατάσταση
Ορισμός 1: α) εγκατάσταση που τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά ή βρίσκεται σε στάδιο κατασκευής την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, ή
β) εγκατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, ή εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα, λόγω τροποποιήσεων στις μονάδες ή τις δραστηριότητές της που έχουν ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο κατάλογος των επικίνδυνων ουσιών της εγκατάστασης αυτής
Νέα σταθερή πηγή
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε σταθερή πηγή, της οποίας η κατασκευή ή η σημαντική μετασκευή άρχισε μετά το πέρας ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος πρωτοκόλλου. Εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποφασίζουν εάν η τροποποίηση είναι σημαντική, ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη συντελεστές όπως τα περιβαλλοντικά οφέλη της μετασκευής.
Νεοεισερχόμενος
Ορισμός 1: Κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για πρώτη φορά εντός περιόδου που αρχίζει τρεις μήνες πριν από την 30η Σεπτεμβρίου 2019, ημερομηνία υποβολής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Εθνικού Καταλόγου Κατανομής για Σταθερές Εγκαταστάσεις (ΕΚΚΣΕ) και λήγει τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής του επόμενου Εθνικού Καταλόγου, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13».
Ορισμός 2: Κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I (Σταθερές Εγκαταστάσεις) ή μια δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο κοινοτικό σύστημα σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 601/2012 και στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για πρώτη φορά, μετά την 30ή Ιουνίου 2011.
Ορισμός 3: Κάθε εγκατάσταση όπου διεξάγεται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I (Σταθερές Εγκαταστάσεις) ή μια δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο κοινοτικό σύστημα σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 601/2012 και η οποία υπέστη μια σημαντική επέκταση μετά την 30ή Ιουνίου 2011, μόνο σε ότι αφορά την επέκταση αυτή.
Νέος (ανήλικος)
Ορισμός 1: Κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών το οποίο απασχολείται με οποιαδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας ή με σύμβαση έργου ή με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή αυτοαπασχολείται, πλην των απασχολουμένων με σχέση ναυτικής εργασίας στον ναυτιλιακό και τον αλιευτικό τομέα.
Νερό ανθρώπινης κατανάλωσης
Ορισμός 1: α) το νερό, είτε στη φυσική του κατάσταση είτε μετά από επεξεργασία, που προορίζεται για πόση, μαγείρεμα, προπαρασκευή τροφής ή άλλες οικιακές χρήσεις τόσο σε δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή του και από το εάν παρέχεται από δίκτυο διανομής, παρέχεται από βυτίο ή τοποθετείται σε φιάλες ή δοχεία, συμπεριλαμβανομένων των νερών πηγής,
β) το νερό που χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε επιχείρηση τροφίμων για την παρασκευή, επεξεργασία, συντήρηση ή εμπορία προϊόντων ή ουσιών που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση.
Το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης δεν εντάσσεται στην έννοια του τροφίμου, παρέχεται με υποχρέωση της Πολιτείας σε όλους τους πολίτες της επικράτειας ως δημόσιο αγαθό, μη υπαγόμενο στους κανόνες της αγοράς και διέπεται από τους νόμους της υγειονομικής μηχανικής.
Νευροτοξικό
Ορισμός 1: Xημικός, βιολογικός ή φυσικός παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει νευροτοξικότητα.
Νευροτοξικότητα
Ορισμός 1: Δυσμενής μεταβολή της δομής ή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος που οφείλεται στην έκθεση σε χημικούς, βιολογικούς ή φυσικούς παράγοντες.
Νομικό πρόσωπο
Ορισμός 1: Κάθε νομική οντότητα που αναγνωρίζεται ως νομικό πρόσωπο βάσει του εφαρμοστέ-ου ελληνικού δικαίου, πλην κρατών ή δημόσιων φορέων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και διεθνών οργανισμών δημοσίου δικαίου.
Νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση
Ορισμός 1: Κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος. Η διάρθρωση και το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της πρακτικής άσκησης ή της άσκησης του επαγγέλματος ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής.