Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 78Α_2010 | 12.23 MB |
1. Τις διατάξεις: α) του άρθρου 3 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (ΦΕΚ 34 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του ν.1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101 Α΄), β) του άρθρου 4 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν. 1440/1984 (ΦΕΚ 70 Α΄) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 48 του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) και γ) του άρθρου 5 του ν. 1338/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 1440/1984.
2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Προεδρικού Διατάγματος 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ 98 Α΄).
3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 100.000 ευρώ. Η εν λόγω δαπάνη για μεν το τρέχον οικονομικό έτος θα αντιμετωπισθεί από τις πιστώσεις που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (Ειδικός Φορέας 19−110 ΚΑΕ 0515), για δε τα επόμενα οικονομικά έτη από τις πιστώσεις που θα εγγράφονται προς τούτο στον ανωτέρω προϋπολογισμό.
4. Την υπ’ αριθ. 42/2010 Γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών − Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομίας − Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος − Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Παιδείας − Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υποδομών − Μεταφορών και Δικτύων, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Δικαιοσύνης − Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προστασίας του Πολίτη, Πολιτισμού και Τουρισμού, αποφασίζουμε:
Με το παρόν διάταγμα εναρμονίζεται η εθνική νομοθεσία προς:
α) την Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 «σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων», (Ε.Ε.αριθ.L 255/30−9−2005 σελ. 22) και θεσπίζονται οι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους αναγνωρίζονται, για την ανάληψη και την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη (στο εξής αναφερόμενα ως “κράτη μέλη καταγωγής”) και δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα, να ασκεί αυτό το επάγγελμα˙
β) την Οδηγία 2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Νοεμβρίου 2006 «για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας», (Ε.Ε. αριθ. L 363/20−12−2006 σελ. 141), κατά το μέρος που αυτή τροποποιεί την Οδηγία 2005/36/ΕΚ.
1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα έχοντας αποκτήσει τα επαγγελματικά του προσόντα σε άλλο κράτος μέλος είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα.
2. Όταν για ένα συγκεκριμένο νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα έχουν θεσπισθεί, με χωριστή κοινοτική νομοθετική πράξη, άλλες ειδικές ρυθμίσεις που σχετίζονται άμεσα με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, δεν εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος νοούνται ως:
α) “νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα”: η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων· ειδικότερα, όρο άσκησης συνιστά η χρήση επαγγελματικού τίτλου που περιορίζεται, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, μόνο σε όποιον κατέχει συγκεκριμένο επαγγελματικό προσόν. Όταν το ανωτέρω εδάφιο δεν έχει εφαρμογή, επάγγελμα αναφερόμενο στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου εξομοιώνεται προς νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα·
β) “επαγγελματικά προσόντα”: τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, στοιχείο α), εδάφιο (i) ή/και από επαγγελματική πείρα·
γ) “τίτλος εκπαίδευσης”: τα διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα. Όταν δεν έχει εφαρμογή το ανωτέρω εδάφιο, τίτλος εκπαίδευσης αναφερόμενος στην παράγραφο 3 εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης·
δ) “αρμόδια αρχή”: οποιαδήποτε αρχή ή οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τα κράτη μέλη να χορηγεί ή να παραλαμβάνει τους τίτλους εκπαίδευσης και άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, καθώς και να παραλαμβάνει τις αιτήσεις και να λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν διάταγμα·
ε) “νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση”: κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος. Η διάρθρωση και το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της πρακτικής άσκησης ή της άσκησης του επαγγέλματος ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής·
στ) “επαγγελματική πείρα”: η πραγματική και νόμιμη άσκηση του σχετικού επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος·
ζ) “πρακτική άσκηση προσαρμογής”: η άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, η οποία πραγματοποιείται στην Ελλάδα υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία και συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση. Η πρακτική άσκηση προσαρμογής υπόκειται σε αξιολόγηση. Το καθεστώς του οποίου απολαύει εντός της ελληνικής επικράτειας ο ασκούμενος, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα παραμονής, τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τις κοινωνικές παροχές, τις αποζημιώσεις και τις αποδοχές, διέπεται από τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο.
η) “δοκιμασία επάρκειας”: ο έλεγχος που αφορά αποκλειστικά τις επαγγελματικές γνώσεις του αιτούντος και διενεργείται από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή για να αξιολογηθεί η ικανότητα του αιτούντος να εξασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα. Για τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, η αρχή του άρθρου 54, μετά από σύγκριση της εκπαίδευσης του αιτούντος με αυτήν που απαιτείται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία καταρτίζει κατάλογο των τομέων γνώσεων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από το δίπλωμα ή τον τίτλο ή τίτλους εκπαίδευσης που κατέχει ο αιτών.
Στη δοκιμασία επάρκειας συνεκτιμάται το γεγονός, ότι ο αιτών είναι αναγνωρισμένος επαγγελματίας στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης. Η δοκιμασία αυτή καλύπτει τομείς γνώσεων που επιλέγονται μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, και των οποίων η γνώση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Η εν λόγω δοκιμασία μπορεί επίσης να καλύπτει και τη γνώση της δεοντολογίας, η οποία ισχύει για τις οικείες δραστηριότητες στην Ελλάδα. Οι λεπτομερείς κανόνες της δοκιμασίας επάρκειας καθορίζονται από την αρχή του άρθρου 54 του παρόντος. Ως προς το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται ο αιτών που επιθυμεί να ετοιμαστεί για τη δοκιμασία επάρκειας εφαρμόζονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
θ) “διευθυντής επιχείρησης”: κάθε πρόσωπο που έχει ασκήσει σε επιχείρηση του αντίστοιχου επαγγελματικού κλάδου:
i) τα καθήκοντα διευθυντή επιχείρησης ή υποκαταστήματος επιχείρησης ή
ii) τα καθήκοντα αναπληρωτή του επιχειρηματία ή του διευθυντή της επιχείρησης, εφόσον τα καθήκοντα αυτά συνεπάγονται ευθύνη ανάλογη με την ευθύνη του επιχειρηματία ή του διευθυντή της επιχείρησης ή
iii) τα καθήκοντα διευθυντικού στελέχους επιφορτισμένου με καθήκοντα εμπορικής ή/και τεχνικής φύσεως και υπεύθυνου για ένα ή περισσότερα τμήματα της επιχείρησης.
2. Εξομοιώνεται προς νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα το επάγγελμα που ασκείται από τα μέλη ένωσης ή οργάνωσης του παραρτήματος Ι του παρόντος διατάγματος. Οι ενώσεις ή οργανώσεις που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο έχουν ιδίως ως στόχο την προαγωγή και διατήρηση της στάθμης του οικείου επαγγέλματος σε υψηλά επίπεδα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου τυγχάνουν αναγνωρίσεως υπό ειδική μορφή σε κράτος μέλος και χορηγούν στα μέλη τους τίτλο εκπαίδευσης, τα υποβάλλουν σε κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς, τους οποίους θεσπίζουν οι ίδιες και παρέχουν σ’ αυτά το δικαίωμα να κάνουν χρήση τίτλου ή συντομογραφίας ή ιδιότητας που αντιστοιχεί προς αυτόν τον τίτλο εκπαίδευσης.
3. Εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους, το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, και εφόσον η επαγγελματική αυτή
1. Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παρέχει στο δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Έλληνες υπηκόους.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, το επάγγελμα που επιθυμεί να ασκήσει ο αιτών στην Ελλάδα είναι το ίδιο με εκείνο, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον οι καλυπτόμενες δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες.
1. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, καθώς και των άρθρων 6 και 7 του παρόντος διατάγματος, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από υπηκόους κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων υπηκόων, δεν περιορίζεται για λόγους που αφορούν τα επαγγελματικά προσόντα:
α) εάν ο πάροχος είναι νομίμως εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, με σκοπό να ασκεί εκεί αυτό το επάγγελμα (στο εξής αναφερόμενο ως το “κράτος μέλος εγκατάστασης”) και
β) σε περίπτωση μετακίνησης προς την Ελλάδα, εάν έχει ασκήσει στο κράτος μέλος εγκατάστασης το συγκεκριμένο επάγγελμα επί δύο τουλάχιστον έτη στο διάστημα των δέκα ετών που προηγούνται της παροχής υπηρεσιών στο κράτος μέλος εγκατάστασης, εφόσον το επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στο εν λόγω κράτος μέλος. Στην περίπτωση που το επάγγελμα ή η εκπαίδευση για το εν λόγω επάγγελμα είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενη το ανωτέρω εδάφιο δεν εφαρμόζεται.
2. Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση που ο πάροχος μετακινείται προς την ελληνική επικράτεια, προκειμένου να ασκήσει, προσωρινά ή περιστασιακά, το επάγγελμα στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος 1.
Ο προσωρινός και περιστασιακός χαρακτήρας της παροχής εκτιμάται κατά περίπτωση από την αρχή του άρθρου 7 παράγραφος 3 του παρόντος διατάγματος και ιδίως σε συνάρτηση με τη διάρκεια, τη συχνότητα, την περιοδικότητα και το συνεχή χαρακτήρα της συγκεκριμένης παροχής.
3. Σε περίπτωση μετακίνησής του προς την Ελλάδα, ο πάροχος υπηρεσιών υπόκειται στους επαγγελματικούς κανόνες που συνδέονται άμεσα με τα επαγγελματικά προσόντα, όπως ο ορισμός του επαγγέλματος, η χρήση τίτλων και η βαριά επαγγελματική αμέλεια που συνδέονται άμεσα και συγκεκριμένα με την προστασία και την ασφάλεια του αποδέκτη των υπηρεσιών, καθώς και στις πειθαρχικές διατάξεις οι οποίες ισχύουν για τους επαγγελματίες που ασκούν το ίδιο επάγγελμα στη χώρα.
Ο πάροχος υπηρεσιών του άρθρου 5 παράγραφος 1 απαλλάσσεται ιδίως από τις απαιτήσεις που επιβάλλονται στους επαγγελματίες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα και οι οποίες αφορούν:
α) την αδειοδότηση, την καταχώρηση ή την προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα. Για την αποτελεσματική εφαρμογή των πειθαρχικών διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 3, ο πάροχος των υπηρεσιών εγγράφεται προσωρινά στην οικεία επαγγελματική οργάνωση ή επαγγελματικό φορέα. Η εγγραφή συντελείται αυτόματα με την αποστολή από την αρμόδια αρχή του άρθρου 7 στην οικεία επαγγελματική οργάνωση ή επαγγελματικό φορέα του αντιγράφου της δήλωσης της παρ. 1 του άρθρου 7, ή προκειμένου για τις περιπτώσεις, τις οποίες αφορά η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου, της βεβαίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή.
β) την εγγραφή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου, ώστε να ρυθμίζονται με ασφαλιστικό φορέα οι λογαριασμοί που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που ασκούνται προς όφελος των ασφαλισμένων. Ο πάροχος υποχρεούται να ενημερώνει τον εν λόγω φορέα, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών πριν ή, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μετά την εν λόγω παροχή.
1. Κατά την πρώτη μετακίνηση από ένα κράτος μέλος προς την Ελλάδα για να παράσχει υπηρεσίες και πριν από την παροχή υπηρεσιών ο πάροχος υποβάλλει με οποιοδήποτε μέσο γραπτή δήλωση στην αρμόδια για το οικείο επάγγελμα αρχή, η οποία ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Με την ως άνω δήλωση ο πάροχος γνωστοποιεί στοιχεία, μεταξύ άλλων, σχετικά με τυχόν υπάρχουσα ασφαλιστική εγγύηση ή ανάλογα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας που καλύπτουν την επαγγελματική του ευθύνη.
Η ανωτέρω δήλωση ανανεώνεται μία φορά ετησίως, εάν ο πάροχος προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτού του έτους.
2. Κατά την πρώτη παροχή υπηρεσιών ή σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής της κατάστασης την οποία πιστοποιούν τα έγγραφα, η δήλωση της παρ.1 συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
α) διαβατήριο ή ταυτότητα του παρόχου·
β) βεβαίωση ότι ο πάροχος είναι νόμιμα εγκατεστημένος σε κράτος μέλος για την άσκηση των οικείων δραστηριοτήτων και ότι δεν του έχει απαγορευθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων κατά τον χρόνο της χορήγησης της βεβαίωσης·
γ) αποδεικτικά των επαγγελματικών του προσόντων·
δ) για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), την με κάθε μέσον απόδειξη, ότι ο πάροχος έχει ασκήσει τις εν λόγω δραστηριότητες επί δύο τουλάχιστον έτη στο διάστημα των δέκα προηγούμενων ετών·
ε) για επαγγέλματα του τομέα της ασφάλειας, εφόσον απαιτείται και για τους Έλληνες πολίτες, πιστοποιητικό ποινικού μητρώου.
3. Η αρμόδια για κάθε επάγγελμα αρχή, όπως ορίζεται με την απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εξετάζει τη δήλωση και τα δικαιολογητικά και χορηγεί, εντός επτά εργάσιμων ημερών από την παραλαβή όλων των δικαιολογητικών, βεβαίωση στον πάροχο υπηρεσιών, στην οποία πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών και προσδιορίζει σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τον τίτλο που χρησιμοποιεί ο πάροχος. Σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για τη γνησιότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών, η αρμόδια αρχή το γνωστοποιεί εγγράφως στον πάροχο και ορίζει περαιτέρω εύλογη προθεσμία για την χορήγηση της βεβαίωσης. Η εν λόγω βεβαίωση δεν συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το οποίο κτάται με μόνη την υποβολή της γραπτής δήλωσης της παραγράφου 1 συνοδευόμενης, στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και από τα προβλεπόμενα σε αυτή δικαιολογητικά.
4. Η υπηρεσία παρέχεται βάσει του επαγγελματικού τίτλου του κράτους μέλους εγκατάστασης, εφόσον σε αυτό υφίσταται νομοθετικά ρυθμιζόμενος τίτλος για την οικεία επαγγελματική δραστηριότητα. Ο εν λόγω τίτλος αναγράφεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εγκατάστασης, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση με τον επαγγελματικό τίτλο στη χώρα. Σε περίπτωση που ο εν λόγω επαγγελματικός τίτλος δεν υφίσταται στο κράτος μέλος εγκατάστασης, ο πάροχος αναφέρει τον τίτλο εκπαίδευσής του, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες αυτού του κράτους μέλους. Κατ’ εξαίρεση, η υπηρεσία παρέχεται βάσει του ελληνικού επαγγελματικού τίτλου στις περιπτώσεις που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ.
5. Κατά την πρώτη παροχή υπηρεσιών, στην περίπτωση των νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ, τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα VIII του παρόντος διατάγματος, η αρμόδια αρχή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαίο για την αποφυγή σοβαρής βλάβης της υγείας ή της ασφάλειας του αποδέκτη της υπηρεσίας λόγω έλλειψης επαγγελματικών προσόντων του παρόχου, διενεργεί, πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών, έλεγχο των επαγγελματικών προσόντων του παρόχου για το οικείο επάγγελμα. Ο έλεγχος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου μέτρα.
Εντός μηνός από την παραλαβή της δήλωσης και των συνοδευτικών εγγράφων η ως άνω αρχή χορηγεί στον πάροχο τη βεβαίωση για τη σύννομη παροχή υπηρεσιών ή τον ενημερώνει σχετικά με το αποτέλεσμα του ελέγχου που διενήργησε. Εάν υπάρχει δυσκολία, η οποία συνεπάγεται καθυστέρηση, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στον πάροχο εντός του πρώτου μηνός τον λόγο της καθυστέρησης και την προθεσμία για την λήψη απόφασης, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο μήνες από την παραλαβή όλων των εγγράφων.
Σε περίπτωση που η ως άνω αρχή κατά τον έλεγχο διαπιστώνει ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα επαγγελματικά προσόντα του παρόχου και την απαιτούμενη εκπαίδευση στην Ελλάδα και κρίνει ότι αυτό μπορεί να αποβεί επιβλαβές για τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια, ζητεί από τον πάροχο να αποδείξει ότι κατέχει τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες, ιδίως μέσω δοκιμασίας επάρκειας. Για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου η αρχή δύναται να ζητήσει την γνώμη του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων του άρθρου 54. Σε κάθε περίπτωση, ο πάροχος δύναται να παρέχει υπηρεσίες από τον επόμενο μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.
Αν η αρμόδια αρχή δεν αντιδράσει εντός των προβλεπομένων στην παρούσα παράγραφο προθεσμιών, οι υπηρεσίες είναι δυνατόν να παρασχεθούν.
Στις περιπτώσεις, στις οποίες έχουν επαληθευτεί τα επαγγελματικά προσόντα σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η παροχή υπηρεσιών πραγματοποιείται βάσει του ελληνικού επαγγελματικού τίτλου.
6. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού ορίζονται οι αρμόδιες αρχές για την υποβολή και για την εξέταση των δηλώσεων και των δικαιολογητικών παροχής υπηρεσιών, το περιεχόμενο της δήλωσης του παρόχου και της χορηγούμενης σε αυτόν βεβαίωσης, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
1. Οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 παρ. 6 δύνανται για κάθε παροχή υπηρεσιών να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης οποιαδήποτε σημαντική πληροφορία έχει σχέση με τη νομιμότητα της εγκατάστασης και την ορθή συμπεριφορά του παρόχου καθώς και με την απουσία πειθαρχικών ή ποινικών κυρώσεων επαγγελματικού χαρακτήρα.
2. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν την ανταλλαγή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών ώστε να διεκπεραιώνονται καταλλήλως όλες οι καταγγελίες αποδέκτη υπηρεσίας κατά παρόχου υπηρεσίας. Οι αποδέκτες υπηρεσίας ενημερώνονται σχετικά με την έκβαση της καταγγελίας.
1. Στις περιπτώσεις που η παροχή πραγματοποιείται βάσει του επαγγελματικού τίτλου του κράτους μέλους εγκατάστασης ή βάσει του τίτλου εκπαίδευσης του παρόχου, πέραν των άλλων απαιτήσεων ενημέρωσης που προβλέπονται στο κοινοτικό δίκαιο, οι αρχές του άρθρου 7 παράγραφος 6 ορίζουν στη βεβαίωση για την παροχή υπηρεσιών ότι ο πάροχος υποχρεούται να παράσχει στον αποδέκτη των υπηρεσιών κατά περίπτωση τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) εάν ο πάροχος είναι εγγεγραμμένος σε εμπορικό μητρώο ή σε άλλο ανάλογο δημόσιο μητρώο, το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τον αριθμό μητρώου του, ή ισοδύναμα μέσα εξακρίβωσης της ταυτότητας που περιέχονται στο εν λόγω μητρώο·
β) εάν η δραστηριότητα υπόκειται σε καθεστώς αδειοδότησης στο κράτος μέλος εγκατάστασης, τα στοιχεία της αρμόδιας εποπτικής αρχής·
γ) κάθε επαγγελματική ένωση ή ανάλογο φορέα στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο πάροχος·
δ) τον επαγγελματικό τίτλο ή, εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος τίτλος, τον τίτλο εκπαίδευσης του παρόχου και το κράτος μέλος στο οποίο χορηγήθηκε·
ε) εάν ο πάροχος ασκεί δραστηριότητα που υπόκειται στην καταβολή ΦΠΑ, τον αριθμό φορολογικού μητρώου που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών − κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (άρθρα 36 και 38 του ν. 2859/2000, ΦΕΚ 248 Α΄)·
στ) λεπτομέρειες σχετικά με τυχόν ασφαλιστική κάλυψη ή άλλα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας όσον αφορά την επαγγελματική ευθύνη.
2. Η αρχή δύναται να καταχωρίζει τα ανωτέρω στοιχεία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στη βεβαίωση σύννομης παροχής υπηρεσιών.
3. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού δύνανται να καθορίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλα τα επαγγέλματα που δεν καλύπτονται από τα κεφάλαια II και III του παρόντος τίτλου, καθώς και στις ακόλουθες περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών, για συγκεκριμένους και εξαιρετικούς λόγους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα ανωτέρω κεφάλαια:
α) για τις δραστηριότητες του παραρτήματος IV, όταν ο επαγγελματίας δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 17, 18 και 19·
β) για ιατρούς βασικής εκπαίδευσης, ειδικευμένους ιατρούς, νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρους, ειδικευμένους οδοντιάτρους, κτηνιάτρους, μαίες/μαιευτές, φαρμακοποιούς και αρχιτέκτονες, όταν ο επαγγελματίας δεν πληροί τις απαιτήσεις ουσιαστικής και νόμιμης επαγγελματικής άσκησης που αναφέρονται στα άρθρα 23, 27, 33, 37, 39, 43 και 49·
γ) για αρχιτέκτονες, όταν ο επαγγελματίας είναι κάτοχος τίτλου εκπαίδευσης που δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα V, σημείο 5.7·
δ) υπό την επιφύλαξη των άρθρων 21 παράγραφος 1, 23 και 27, για ιατρούς, νοσοκόμους, οδοντιάτρους, κτηνιάτρους, μαίες/μαιευτές, φαρμακοποιούς και αρχιτέκτονες, οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητας και οι οποίοι πρέπει να έχουν λάβει μέρος στην εκπαίδευση για την απόκτηση τίτλου εκ των περιλαμβανομένων στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.2.2, 5.3.2, 5.4.2, 5.5.2, 5.6.2 και 5.7.1, αποκλειστικά και μόνο για την αναγνώριση της συγκεκριμένης ειδικότητας·
ε) για νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη και ειδικευμένους νοσοκόμους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητας και οι οποίοι έχουν λάβει μέρος στην εκπαίδευση για την απόκτηση τίτλου εκ των περιλαμβανομένων στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2, όταν ο επαγγελματίας ζητεί αναγνώριση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο οι σχετικές επαγγελματικές δραστηριότητες ασκούνται από ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη·
στ) για ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη, όταν ο μετανάστης ζητεί αναγνώριση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο οι σχετικές επαγγελματικές δραστηριότητες ασκούνται από νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, ειδικευμένους νοσοκόμους που δεν έχουν εκπαιδευθεί ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενική περίθαλψη ή ειδικευμένους νοσοκόμους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητας και οι οποίοι έχουν λάβει μέρος στην εκπαίδευση για την απόκτηση τίτλου εκ των περιλαμβανομένων στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2·
ζ) για τους επαγγελματίες που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3.
Για την εφαρμογή του άρθρου 13, ορίζονται τα ακόλουθα επίπεδα επαγγελματικών προσόντων:
α) βεβαίωση επάρκειας που χορηγείται από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, βάσει:
i) είτε εκπαίδευσης που δεν αποτελεί μέρος πιστοποιητικού ή διπλώματος κατά την έννοια των στοιχείων β), γ), δ) ή ε) ή ειδικής εξέτασης χωρίς προηγούμενη εκπαίδευση, ή της άσκησης του επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος με πλήρη απασχόληση επί τρία συναπτά έτη ή επί ισοδύναμο χρονικό διάστημα με μειωμένο ωράριο, κατά την τελευταία δεκαετία,
ii) είτε γενικής πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που πιστοποιεί ότι ο κάτοχός της έχει αποκτήσει γενικές γνώσεις·
β) πιστοποιητικό που βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης:
i) είτε γενικής εκπαίδευσης, συμπληρωμένου με κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης άλλον από εκείνους περί των οποίων το στοιχείο γ) ή/και με την επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος,
ii) είτε τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, συμπληρωμένου ενδεχομένως με κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης από εκείνους περί των οποίων το στοιχείο i) ή/και με την επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος·
γ) δίπλωμα που πιστοποιεί ότι ολοκληρώθηκε επιτυχώς:
i) είτε εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, εκτός από την αναφερόμενη στα στοιχεία δ) και ε), διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, προϋπόθεση πρόσβασης στην οποία αποτελεί κατά κανόνα, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην ανώτατη ή ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή την ολοκλήρωση ισοδύναμης σχολικής εκπαίδευσης στο δεύτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο, καθώς και την ενδεχομένως απαιτούμενη επιπλέον αυτού του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών επαγγελματική κατάρτιση,
ii) είτε, στην περίπτωση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, κύκλος εκπαίδευσης με ειδική διάρθρωση που περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, ισότιμος με το επίπεδο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο ανωτέρω στοιχείο i), ο οποίος παρέχει συγκρίσιμο επαγγελματικό επίπεδο και προετοιμάζει για την ανάληψη ανάλογου επιπέδου ευθυνών και καθηκόντων. Ο κατάλογος του παραρτήματος ΙΙ μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εκπαίδευση που καλύπτει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη φράση·
δ) δίπλωμα που βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, διάρκειας τουλάχιστον τριών και όχι άνω των τεσσάρων ετών ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου, καθώς και την ενδεχομένως απαιτούμενη επιπλέον αυτού του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών επαγγελματική κατάρτιση·
ε) δίπλωμα που πιστοποιεί ότι ο κάτοχος ολοκλήρωσε επιτυχώς κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων ετών ή αντίστοιχης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε άλλο ίδρυμα ανάλογου επιπέδου, καθώς και, ενδεχομένως, την επαγγελματική κατάρτιση που μπορεί να απαιτείται συμπληρωματικά προς τον εν λόγω κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών.
1. Εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης που πιστοποιεί εκπαίδευση του άρθρου 11, ακόμη και ως προς το οικείο επίπεδο, κάθε τίτλος εκπαίδευσης ή σύνολο τίτλων εκπαίδευσης που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση εκπαίδευσης εντός της Κοινότητας, έχει αναγνωριστεί από το εν λόγω κράτος μέλος ως ισοδύναμου επιπέδου και παρέχει τα ίδια δικαιώματα ανάληψης ή άσκησης επαγγέλματος, ή προετοιμάζει για την άσκηση του επαγγέλματος.
2. Εξομοιώνεται επίσης προς αυτόν τον τίτλο εκπαίδευσης, υπό τους ίδιους όρους με τους προβλεπόμενους στο πρώτο εδάφιο, κάθε επαγγελματικό προσόν που, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την ανάληψη ή την άσκηση ενός επαγγέλματος, παρέχει στον κάτοχό του κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει των εν λόγω διατάξεων. Τούτο ισχύει ιδίως εάν το κράτος μέλος καταγωγής αυξήσει το επίπεδο εκπαίδευσης που απαιτείται για την εισδοχή σε επάγγελμα και την άσκησή του και εάν κάποιος που έχει παλαιότερα εκπαιδευθεί κατά τρόπο που δεν ικανοποιεί τις νέες απαιτήσεις, απολαμβάνει κεκτημένα δικαιώματα λόγω εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων· στην περίπτωση αυτή η παλαιότερη εκπαίδευση θεωρείται για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, αντίστοιχη με το επίπεδο της νέας εκπαίδευσης.
1. Εάν για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος απαιτείται στην Ελλάδα η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του άρθρου 54 παρέχει την δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για Έλληνες πολίτες, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.
Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) να έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους·
β) να βεβαιώνουν επίπεδο επαγγελματικών προσόντων τουλάχιστον ισοδύναμο με το αμέσως προηγούμενο επίπεδο εκείνου που απαιτείται στην Ελλάδα, όπως ορίζεται στο άρθρο 11.
2. Η δυνατότητα ανάληψης του επαγγέλματος και η άσκησή του, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, παρέχονται επίσης στους αιτούντες που έχουν ασκήσει το επάγγελμα που εξετάζεται στην εν λόγω παράγραφο με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη κατά την τελευταία δεκαετία, σε άλλο κράτος μέλος που δεν ρυθμίζει νομοθετικά το εν λόγω επάγγελμα, και οι οποίοι διαθέτουν μία ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης.
Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους·
β) βεβαιώνουν επίπεδο επαγγελματικών προσόντων τουλάχιστον ισοδύναμο προς το αμέσως προηγούμενο επίπεδο εκείνου που απαιτείται στην Ελλάδα, όπως ορίζεται στο άρθρο 11·
γ) πιστοποιούν την προετοιμασία του αιτούντος για την άσκηση του οικείου επαγγέλματος.
Η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο διετής επαγγελματική πείρα δεν απαιτείται, όταν ο τίτλος ή οι τίτλοι εκπαίδευσης που κατέχει ο αιτών πιστοποιούν εκπαίδευση και κατάρτιση νομοθετικά ρυθμιζόμενη κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) στα επίπεδα προσόντων που περιγράφονται στο άρθρο 11 στοιχεία β), γ), δ) ή ε). Ως νομοθετικά ρυθμιζόμενος κύκλος εκπαίδευσης και κατάρτισης στο επίπεδο που περιγράφεται στο άρθρο 11 στοιχείο γ) θεωρείται ιδίως ο αναφερόμενος στο παράρτημα ΙΙΙ. Ο κατάλογος του παραρτήματος ΙΙΙ μπορεί να τροποποιηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη εκπαίδευση που παρέχει ανάλογο επαγγελματικό επίπεδο και που προετοιμάζει τον εκπαιδευόμενο για ανάλογο επίπεδο ευθυνών και καθηκόντων.
3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β) και την παράγραφο 2 στοιχείο β), επιτρέπεται η ανάληψη και η άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, όταν η ανάληψη του εν λόγω επαγγέλματος προϋποθέτει την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης που βεβαιώνει την επιτυχή ολοκλήρωση κύκλου πανεπιστημιακής ή ανώτατης εκπαίδευσης διάρκειας τεσσάρων ετών και ο αιτών διαθέτει τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 στοιχείο γ).
1. Το άρθρο 13 δεν κωλύει την αρμόδια αρχή του άρθρου 54 να απαιτεί από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ’ ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης που επικαλείται δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 ή 2, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα·
β) εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο στην Ελλάδα τίτλο εκπαίδευσης·
γ) εφόσον το νομοθετικώς ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του αιτούντος, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2, και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στην Ελλάδα και η οποία αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών.
2. Όταν η αρμόδια αρχή κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, οφείλει να παρέχει στον αιτούντα την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας.
Εφόσον η αρμόδια αρχή φρονεί ότι, για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, είναι απαραίτητη η παρέκκλιση από την επιλογή που παρέχεται στον αιτούντα μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας δυνάμει του πρώτου εδαφίου, ενημερώνει σχετικώς εκ των προτέρων τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσκομίζοντας κατάλληλη αιτιολόγηση για την εν λόγω παρέκκλιση.
Εάν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφού λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, θεωρεί ότι η εξεταζόμενη στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος παρέκκλιση δεν ενδείκνυται ή δεν συνάδει προς την κοινοτική νομοθεσία, ζητεί από την Ελλάδα, εντός τριών μηνών, να αρνηθεί να λάβει το εξεταζόμενο μέτρο. Ελλείψει αντίδρασης εκ μέρους της Επιτροπής κατά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας, η παρέκκλιση δύναται να εφαρμοστεί.
3. Κατά παρέκκλιση της αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σύμφωνα με την οποία ο αιτών έχει το δικαίωμα επιλογής, όσον αφορά τα επαγγέλματα για την άσκηση των οποίων απαιτείται συγκεκριμένη γνώση του εθνικού δικαίου και των οποίων ουσιαστικό και σταθερό στοιχείο της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι η παροχή συμβουλών ή/και βοήθειας σχετικά με το εθνικό δίκαιο, η αρμόδια αρχή του άρθρου 54 μπορεί να ορίζει είτε περίοδο προσαρμογής είτε δοκιμασία επάρκειας.
Αυτό ισχύει επίσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 στοιχεία β) και γ), δ) σχετικά με τους ιατρούς και τους οδοντιάτρους, στ) εάν ο μετανάστης ζητεί αναγνώριση σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο οι οικείες επαγγελματικές δραστηριότητες ασκούνται από νοσοκόμους υπεύθυνους για την παροχή γενικής περίθαλψης ή ειδικευμένους νοσοκόμους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης ειδικότητας και οι οποίοι έχουν λάβει μέρος στην εκπαίδευση για την απόκτηση των τίτλων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2 και στο άρθρο 10 στοιχείο ζ).
Στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 10 α), η αρμόδια αρχή του άρθρου 54 δύναται να απαιτήσει περίοδο προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας όταν ο μετανάστης προτίθεται να ασκήσει, ως αυτοαπασχολούμενος ή ως διευθυντής επιχειρήσεως, επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν τη γνώση και εφαρμογή ισχυόντων ειδικών εθνικών κανόνων, στο μέτρο που η γνώση και εφαρμογή των εθνικών αυτών κανόνων απαιτούνται από τις αρμόδιες αρχές της Ελλάδας για την πρόσβαση των Ελλήνων υπηκόων στη σχετική δραστηριότητα.
4. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ), νοούνται ως “τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί” οι τομείς των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει λάβει ο μετανάστης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια ή το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στη χώρα.
5. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, εάν η αρμόδια αρχή του άρθρου 54 προτίθεται να απαιτήσει από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής ή την υποβολή του σε δοκιμασία επάρκειας, πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβώσει κατά πόσον οι γνώσεις που έχει αποκτήσει ο αιτών κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας του σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή μερικώς, την ουσιώδη διαφορά για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 4.
6. Η δοκιμασία επάρκειας ή η πρακτική άσκηση προσαρμογής του παρόντος άρθρου διενεργείται από την οικεία επαγγελματική οργάνωση, εφ’ όσον αυτή είναι οργανωμένη ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, άλλως από τη δημόσια αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, η οποία προσδιορίζει το περιεχόμενό τους. Από τις ίδιες αρχές γίνεται και η αξιολόγηση της πρακτικής άσκησης και τα αποτελέσματά της γνωστοποιούνται στο Συμβούλιο για την έκδοση της τελικής απόφασής του.
7. Με αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται η αρμόδια επαγγελματική οργάνωση ή δημόσια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, οι όροι και οι διαδικασίες για τη διενέργεια της δοκιμασίας επάρκειας και της πρακτικής άσκησης προσαρμογής, ο τρόπος επίβλεψης και αξιολόγησης αυτών και κάθε άλλο κριτήριο, το οποίο θεωρείται απαραίτητο, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
1. Εάν τα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος πληρούν τα κριτήρια που προβλέπονται σε μέτρο το οποίο θα θεσπιστεί κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα αντισταθμιστικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14.
2. Μέτρα θεσπιζόμενα κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ δεν παρεμποδίζουν τον καθορισμό επαγγελματικών προσόντων που απαιτούνται για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος και το περιεχόμενο και την οργάνωση των συστημάτων της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
1. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, φαρμακοποιού και αρχιτέκτονα, οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V υπό τα σημεία, αντιστοίχως, 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1, εφόσον πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 44 και 46, και παρέχεται σε αυτούς η ίδια ισχύς, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται στην Ελλάδα.
Οι εν λόγω τίτλοι εκπαίδευσης πρέπει να έχουν χορηγηθεί από τους αρμόδιους φορείς των κρατών μελών και να συνοδεύονται, ενδεχομένως, από τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.6.2 και 5.7.1 αντίστοιχα.
Οι διατάξεις του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 23, 27, 33, 37, 39 και 49.
2. Η Ελλάδα αναγνωρίζει, για την άσκηση δραστηριοτήτων γενικής ιατρικής στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, τους τίτλους εκπαίδευσης που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημείο 5.1.4 και χορηγούνται σε υπηκόους των κρατών μελών από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις ελάχιστες προϋποθέσεις εκπαίδευσης του άρθρου 28.
Η διάταξη του πρώτου εδαφίου ισχύει με την επιφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 30.
3. Η Ελλάδα αναγνωρίζει τους τίτλους μαιευτικής εκπαίδευσης που χορηγούνται στους υπηκόους κρατών μελών από τα άλλα κράτη μέλη και οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα V, σημείο 5.5.2, πληρούν τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης του άρθρου 40 και τους όρους εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 41, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται στην χώρα. Η παρούσα διάταξη ισχύει με την επιφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 23 και 43.
4. Οι αναφερόμενοι στο παράρτημα V, σημείο 5.7.1, τίτλοι εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που αποτελούν αντικείμενο αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει της παραγράφου 1 πιστοποιούν εκπαίδευση η οποία ξεκίνησε το νωρίτερο κατά τη διάρκεια του κρίσιμου ακαδημαϊκού έτους που αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα.
5. Η ανάληψη και η άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή και φαρμακοποιού εξαρτώνται από την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται αντιστοίχως στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.1.4, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει αποκτήσει κατά τη συνολική διάρκεια της εκπαίδευσής του και, όταν ενδείκνυται, τις γνώσεις και τις δεξιότητες, που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 6, στο άρθρο 34 παράγραφος 3, στο άρθρο 38 παράγραφος 3, στο άρθρο 40 παράγραφος 3 και στο άρθρο 44 παράγραφος 3, αντιστοίχως.
Ως προς την εκπαίδευση, στην οποία αναφέρονται τα άρθρα 24, 25, 28, 31, 34, 35, 38, 40, 44 και 46, τίτλοι που πιστοποιούν εκπαίδευση μερικής παρακολούθησης αναγνωρίζονται, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που θεσπίζουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής ούτως ώστε η συνολική διάρκεια, το επίπεδο και η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής να μην είναι χαμηλότερου επιπέδου από ό,τι ισχύει για την εκπαίδευση με πλήρη παρακολούθηση.
1. Με την επιφύλαξη των κεκτημένων δικαιωμάτων που αφορούν ειδικά τα οικεία επαγγέλματα, εφόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή και φαρμακοποιού, τους οποίους κατέχουν υπήκοοι των κρατών μελών, δεν πληρούν το σύνολο των απαιτήσεων εκπαίδευσης που αναφέρονται στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 40 και 44, αναγνωρίζονται ως επαρκής απόδειξη οι τίτλοι εκπαίδευσης που χορηγούνται από αυτά τα κράτη μέλη, με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι αυτοί πιστοποιούν επιτυχώς ολοκληρωθείσα εκπαίδευση που ξεκίνησε πριν από τις κρίσιμες ημερομηνίες που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2, και συνοδεύονται από πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι οι κάτοχοί τους ανέλαβαν πράγματι και νομίμως τις συγκεκριμένες δραστηριότητες επί τουλάχιστον τρία συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού.
2. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται στους τίτλους εκπαίδευσης ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή και φαρμακοποιού, οι οποίοι έχουν αποκτηθεί στην επικράτεια της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και δεν πληρούν το σύνολο των ελάχιστων απαιτήσεων εκπαίδευσης που αναφέρονται στα άρθρα 24, 25, 31, 34, 35, 38, 40 και 44 εφόσον οι τίτλοι αυτοί πιστοποιούν επιτυχώς ολοκληρωθείσα εκπαίδευση που ξεκίνησε πριν από:
α) τις 3 Οκτωβρίου 1990 για τους ιατρούς βασικής εκπαίδευσης, τους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη νοσοκόμους, τους οδοντιάτρους βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένους οδοντιάτρους, τους κτηνιάτρους, τις μαίες/τους μαιευτές, τους φαρμακοποιούς και
β) τις 3 Απριλίου 1992 για τους ειδικευμένους ιατρούς.
Οι τίτλοι εκπαίδευσης του πρώτου εδαφίου παρέχουν το δικαίωμα άσκησης επαγγελματικών δραστηριοτήτων στην επικράτεια της Γερμανίας υπό τους ίδιους όρους με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται από τις γερμανικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο παράρτημα V, σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 37 παράγραφος 1, αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού και αρχιτέκτονα, τους οποίους κατέχουν υπήκοοι των κρατών μελών, και είτε είχαν χορηγηθεί από την πρώην Τσεχοσλοβακία είτε η εκπαίδευση των ενδιαφερομένων είχε αρχίσει, για την Τσεχική Δημοκρατία και την Σλοβακία, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, εφόσον οι αρμόδιες αρχές ενός εκ των δύο προαναφερομένων κρατών μελών βεβαιώνουν ότι οι τίτλοι αυτοί έχουν, στην επικράτειά τους, την ίδια νομική ισχύ με τους τίτλους που οι ίδιες χορηγούν και, όσον αφορά τους αρχιτέκτονες, με τους τίτλους που αναφέρονται για αυτά τα κράτη μέλη στο παράρτημα VI, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 45 παράγραφος 2, και όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 48.
Η βεβαίωση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό το οποίο εκδίδουν οι ίδιες αρχές, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι εν λόγω υπήκοοι κρατών μελών έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην επικράτειά τους τις εν λόγω δραστηριότητες επί τρία συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την πενταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
4. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού και αρχιτέκτονα, τους οποίους κατέχουν υπήκοοι των κρατών μελών, και είτε είχαν χορηγηθεί από την πρώην Σοβιετική Ένωση είτε η εκπαίδευση των ενδιαφερομένων είχε αρχίσει,
α) για την Εσθονία, πριν από τις 20 Αυγούστου 1991·
β) για τη Λετονία, πριν από τις 21 Αυγούστου 1991·
γ) για τη Λιθουανία, πριν από τις 11 Μαρτίου 1990,
εφόσον οι αρμόδιες αρχές ενός εκ των τριών προαναφερομένων κρατών μελών βεβαιώνουν ότι οι τίτλοι αυτοί έχουν, στην επικράτειά τους, την ίδια νομική ισχύ με τους τίτλους που οι ίδιες χορηγούν και, όσον αφορά τους αρχιτέκτονες, με τους τίτλους που αναφέρονται για αυτά τα κράτη μέλη, στο παράρτημα VI σημείο 6, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 45 παράγραφος 2, και όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 48.
Η βεβαίωση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό το οποίο εκδίδουν οι ίδιες αρχές, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι εν λόγω υπήκοοι κρατών μελών έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην επικράτειά τους τις εν λόγω δραστηριότητες επί τρία συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την πενταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
Για τους τίτλους κτηνιατρικής εκπαίδευσης που είτε χορηγήθηκαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση είτε η εκπαίδευση των ενδιαφερομένων είχε αρχίσει, για την Εσθονία, πριν από τις 20 Αυγούστου 1991, η βεβαίωση που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό το οποίο εκδίδουν οι εσθονικές αρχές, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην επικράτειά τους τις εν λόγω δραστηριότητες επί πέντε συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την επταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
5. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού, που επιτρέπουν την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, ειδικευμένου οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού και αρχιτέκτονα, τους οποίους κατέχουν υπήκοοι των κρατών μελών, και είτε είχαν χορηγηθεί από την πρώην Γιουγκοσλαβία είτε η εκπαίδευση των ενδιαφερομένων είχε αρχίσει, για την Σλοβενία, πριν από τις 25 Ιουνίου 1991, εφόσον οι αρμόδιες αρχές του προαναφερομένου κράτους μέλους βεβαιώνουν ότι οι τίτλοι αυτοί έχουν, στην επικράτειά του, την ίδια νομική ισχύ με τους τίτλους που οι ίδιες χορηγούν και, όσον αφορά τους αρχιτέκτονες με τους τίτλους που αναφέρονται για αυτό το κράτος μέλος στο παράρτημα VI, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ιατρού βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένου ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή, φαρμακοποιού για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 44 παράγραφος 2, και όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα για τις δραστηριότητες περί των οποίων το άρθρο 48.
Η βεβαίωση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό το οποίο εκδίδουν οι ίδιες αρχές, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι εν λόγω υπήκοοι κρατών μελών έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην επικράτειά τους τις εν λόγω δραστηριότητες επί τρία συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την πενταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
6. Αναγνωρίζονται ως επαρκής απόδειξη για τους υπηκόους των κρατών μελών των οποίων οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού, νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, μαίας/μαιευτή και φαρμακοποιού δεν ανταποκρίνονται στις ονομασίες που αναφέρονται για το συγκεκριμένο κράτος μέλος στο παράρτημα V σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.1.3, 5.1.4, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2, οι τίτλοι εκπαίδευσης που χορηγούνται από τα εν λόγω κράτη μέλη συνοδευόμενοι από πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές ή τους αρμόδιους φορείς.
Το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο βεβαιώνει ότι οι εν λόγω τίτλοι εκπαίδευσης πιστοποιούν επιτυχώς ολοκληρωθείσα εκπαίδευση σύμφωνη προς τα άρθρα 24, 25, 28, 31, 34, 35, 38, 40 και 44 και εξομοιώνονται από το κράτος μέλος που τους χορήγησε προς αυτούς των οποίων οι ονομασίες εμφανίζονται στο παράρτημα V σημεία 5.1.1, 5.1.2, 5.1.3, 5.1.4, 5.2.2, 5.3.2, 5.3.3, 5.4.2, 5.5.2 και 5.6.2.
7. Κατά παρέκκλιση από το παρόν διάταγμα, η Βουλγαρία μπορεί να επιτρέπει στους κατόχους του τίτλου “фелдшер” (feldsher) που απονεμόταν στη Βουλγαρία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, οι οποίοι ασκούσαν το επάγγελμα δυνάμει του βουλγαρικού εθνικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων την 1η Ιανουαρίου 2000, να εξακολουθούν να ασκούν το εν λόγω επάγγελμα, έστω και εάν μέρη της δραστηριότητάς τους εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
Οι κάτοχοι του βουλγαρικού τίτλου του “фелдшер” (feldsher) που αναφέρεται ανωτέρω δεν αναγνωρίζονται ως ιατροί ή ως νοσοκόμοι υπεύθυνοι για γενικές φροντίδες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος διατάγματος.
1. Η εισαγωγή στη βασική ιατρική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για τις συγκεκριμένες αυτές σπουδές.
2. Η βασική ιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον έξι έτη σπουδών ή 5500 ώρες θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης που πραγματοποιείται εντός ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου.
Όσον αφορά τα πρόσωπα που ξεκίνησαν τις σπουδές τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 1972, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο εκπαίδευση δύναται να περιλαμβάνει πρακτική εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου διάρκειας έξι μηνών, πραγματοποιούμενη με πλήρη παρακολούθηση υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών.
3. Η βασική ιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η ιατρική καθώς και επαρκή κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών μετρήσεως των βιολογικών λειτουργιών, της αξιολόγησης των επιστημονικώς διαπιστωμένων γεγονότων και της ανάλυσης των δεδομένων·
β) προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης των λειτουργιών και της συμπεριφοράς του ανθρώπινου οργανισμού υγιούς ή ασθενούς, καθώς και των σχέσεων μεταξύ της κατάστασης της υγείας του ανθρώπου και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του·
γ) προσήκουσες γνώσεις των κλινικών θεμάτων και της κλινικής πρακτικής που να παρέχουν συνεκτική εικόνα των σωματικών και διανοητικών ασθενειών, της προληπτικής ιατρικής, της διαγνωστικής και της θεραπευτικής ιατρικής καθώς και της αναπαραγωγής του ανθρώπου·
δ) προσήκουσα κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.
1. Η εισαγωγή στην εκπαίδευση ειδικευμένων ιατρών προϋποθέτει την ολοκλήρωση και την επικύρωση εξαετών σπουδών στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού κύκλου που αναφέρεται στο άρθρο 24, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκτήθηκαν οι σχετικές γνώσεις βασικής ιατρικής.
2. Η εκπαίδευση ειδικευμένων ιατρών περιλαμβάνει θεωρητική και πρακτική κατάρτιση, η οποία πραγματοποιείται σε πανεπιστημιακό κέντρο, σε νοσοκομειακό και πανεπιστημιακό κέντρο ή, ενδεχομένως, σε ίδρυμα ιατρικής περίθαλψης εγκεκριμένο για το σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές ή τους αρμόδιους φορείς.
Η ελάχιστη διάρκεια της εκπαίδευσης ειδικευμένων ιατρών του παραρτήματος V σημείο 5.1.3 δεν δύναται να υπολείπεται σε διάρκεια εκείνης που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο. Η εκπαίδευση πραγματοποιείται υπό τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών ή φορέων και προϋποθέτει την προσωπική συμμετοχή του ειδικευόμενου ιατρού στη δραστηριότητα και στις ευθύνες που συνεπάγονται οι συγκεκριμένες υπηρεσίες.
3. Η εκπαίδευση πραγματοποιείται με πλήρη παρακολούθηση σε ειδικές θέσεις που έχουν αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές. Απαιτείται η συμμετοχή στο σύνολο των ιατρικών δραστηριοτήτων του τμήματος όπου πραγματοποιείται η εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών, ώστε ο ειδικευόμενος ιατρός να αφιερώνει στην εν λόγω πρακτική και θεωρητική εκπαίδευση το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του καθ’ όλη τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας και καθ’ όλο το έτος, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τις αρμόδιες αρχές τρόπους. Ως εκ τούτου, οι θέσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο εύλογης αμοιβής.
4. Η χορήγηση τίτλου εκπαίδευσης ειδικευμένου ιατρού εξαρτάται από την κατοχή ενός εκ των τίτλων βασικής ιατρικής εκπαίδευσης που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 5.1.1.
Οι τίτλοι εκπαίδευσης ειδικευμένων ιατρών που αναφέρονται στο άρθρο 21 είναι εκείνοι που χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές ή τους αρμόδιους φορείς του παραρτήματος V σημείο 5.1.2 και αντιστοιχούν, όσον αφορά την συγκεκριμένη εκπαίδευση, στις ισχύουσες στα διάφορα κράτη μέλη ονομασίες οι οποίες εμφανίζονται στο παράρτημα V σημείο 5.1.3.
1. Για την αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης των ειδικευμένων ιατρών, των οποίων η εκπαίδευση για την απόκτηση ειδικότητας με μερική παρακολούθηση διέπονταν από τις ισχύουσες κατά την 20ή Ιουνίου 1975 νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, και οι οποίοι άρχισαν την εν λόγω εκπαίδευσή τους το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1983, απαιτείται να συνοδεύονται οι τίτλοι εκπαίδευσης από πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι αφιερώθηκαν πράγματι και νομίμως στις συγκεκριμένες δραστηριότητες επί τουλάχιστον τρία συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού.
2. Ο τίτλος ειδικευμένου ιατρού που χορηγείται στην Ισπανία στους ιατρούς που έχουν ολοκληρώσει εκπαίδευση για την απόκτηση ειδικότητας πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995 χωρίς να πληρούνται οι προβλεπόμενες
στο άρθρο 25 ελάχιστες απαιτήσεις εκπαίδευσης αναγνωρίζεται, εφόσον ο εν λόγω τίτλος συνοδεύεται από πιστοποιητικό εκδοθέν από τις αρμόδιες ισπανικές αρχές, το οποίο βεβαιώνει ότι ο ενδιαφερόμενος υποβλήθηκε επιτυχώς στη δοκιμασία ειδικής επαγγελματικής επάρκειας που διοργανώθηκε στο πλαίσιο εξαιρετικών μέτρων που αφορούν την αναγνώριση και αναφέρονται στο βασιλικό διάταγμα 1497/99, ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος κατέχει συγκρίσιμο επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων με εκείνο των ιατρών που κατέχουν τίτλους ειδικευμένου ιατρού οι οποίοι καθορίζονται, όσον αφορά την Ισπανία, στο παράρτημα V σημεία 5.1.2 και 5.1.3.
1. Η εισαγωγή στην ειδική εκπαίδευση γενικής ιατρικής προϋποθέτει την ολοκλήρωση και την επικύρωση εξαετών σπουδών στο πλαίσιο του κύκλου σπουδών που αναφέρεται στο άρθρο 24.
2. Η ειδική εκπαίδευση γενικής ιατρικής, που οδηγεί σε απόκτηση τίτλου έχει τριετή τουλάχιστον διάρκεια με πλήρη παρακολούθηση. Ειδική εκπαίδευση γενικής ιατρικής, η οποία οδήγησε στην απόκτηση τίτλων εκπαίδευσης, που χορηγήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006, έπρεπε να έχει διάρκεια τουλάχιστον δύο έτη με πλήρη παρακολούθηση.
3. Η ειδική εκπαίδευση γενικής ιατρικής πραγματοποιείται με πλήρη παρακολούθηση υπό τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών ή φορέων, είναι δε περισσότερο πρακτικής παρά θεωρητικής φύσεως.
Η πρακτική εκπαίδευση παρέχεται, αφενός, επί τουλάχιστον έξι μήνες σε εγκεκριμένο νοσοκομειακό περιβάλλον που διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις απαραίτητες υπηρεσίες και, αφετέρου, επί τουλάχιστον έξι μήνες σε εγκεκριμένο ιατρείο γενικής ιατρικής ή σε εγκεκριμένο κέντρο στο οποίο οι ιατροί παρέχουν πρωτοβάθμια ιατρική περίθαλψη.
Η εν λόγω εκπαίδευση πραγματοποιείται με τη σύμπραξη άλλων υγειονομικών ιδρυμάτων ή φορέων που ασχολούνται με τη γενική ιατρική. Mε την επιφύλαξη των ελάχιστων περιόδων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, η πρακτική εκπαίδευση δύναται να παρέχεται επί έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο σε άλλα εγκεκριμένα υγειονομικά ιδρύματα ή σε άλλους εγκεκριμένους υγειονομικούς φορείς που ασχολούνται με τη γενική ιατρική.
Η εκπαίδευση προϋποθέτει την προσωπική συμμετοχή του υποψηφίου στην επαγγελματική δραστηριότητα και στις ευθύνες των προσώπων με τα οποία εργάζεται.
4. Η χορήγηση τίτλου ειδικής εκπαίδευσης γενικής ιατρικής εξαρτάται από την κατοχή ενός εκ των τίτλων βασικής ιατρικής εκπαίδευσης που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 5.1.1.
Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα, η άσκηση των δραστηριοτήτων ιατρού γενικής ιατρικής στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εξαρτάται από την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης του παραρτήματος V σημείο 5.1.4.
1. Αναγνωρίζεται ως κεκτημένο το δικαίωμα άσκησης των δραστηριοτήτων ιατρού γενικής ιατρικής χωρίς τον τίτλο εκπαίδευσης του παραρτήματος V σημείο 5.1.4, σε όλους τους ιατρούς, που έχουν πάρει άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος μέχρι τις 31.12.1994 δυνάμει διατάξεων που ισχύουν για την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού βασικής εκπαίδευσης, και οι οποίοι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21 ή του άρθρου 23.
Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση της περιφέρειας του Ιατρικού Συλλόγου, όπου ο ιατρός έχει την επαγγελματική του εγκατάσταση χορηγεί, κατόπιν σχετικής αίτησης, πιστοποιητικό που βεβαιώνει το δικαίωμα άσκησης των δραστηριοτήτων του ιατρού γενικής ιατρικής χωρίς τον τίτλο εκπαίδευσης του παραρτήματος V σημείο 5.1.4, στους ιατρούς οι οποίοι έχουν κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει του πρώτου εδαφίου.
2. Αναγνωρίζονται τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου και τα οποία χορηγούνται στους υπηκόους των κρατών μελών από τα άλλα κράτη μέλη, παρέχοντάς τους, στην επικράτειά της, την ίδια ισχύ με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται στην Ελλάδα και οι οποίοι επιτρέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων ιατρού γενικής ιατρικής.
1. Η εισαγωγή στην εκπαίδευση νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη προϋποθέτει γενική σχολική εκπαίδευση τουλάχιστον δέκα ετών, η οποία βεβαιώνεται από δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλον τίτλο που έχει χορηγηθεί από τις αρμόδιες αρχές ή τους αρμόδιους φορείς ενός κράτους μέλους ή από πιστοποιητικό που βεβαιώνει την επιτυχία σε εισαγωγικές εξετάσεις, ισοδύναμου επιπέδου, στις επαγγελματικές σχολές νοσοκόμων.
2. Η εκπαίδευση νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη πραγματοποιείται με πλήρη παρακολούθηση και περιλαμβάνει τουλάχιστον το πρόγραμμα που παρατίθεται στο παράρτημα V σημείο 5.2.1.
3. Η εκπαίδευση του νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη περιλαμβάνει τουλάχιστον τριετείς σπουδές ή 4600 ώρες θεωρητικής και κλινικής κατάρτισης· η θεωρητική κατάρτιση καλύπτει τουλάχιστον το ένα τρίτο και η κλινική κατάρτιση τουλάχιστον τη μισή ελάχιστη διάρκεια της εκπαίδευσης. Είναι δυνατή μερική εξαίρεση σε πρόσωπα που έχουν λάβει τμήμα της υπό εξέταση εκπαίδευσης στο πλαίσιο άλλης εκπαίδευσης τουλάχιστον ισοδύναμου επιπέδου.
Ο φορέας που είναι επιφορτισμένος με την εκπαίδευση νοσοκόμου είναι αρμόδιος για το συντονισμό μεταξύ της θεωρητικής και της κλινικής κατάρτισης για το σύνολο του προγράμματος σπουδών.
4. Η θεωρητική κατάρτιση ορίζεται ως η πτυχή της νοσηλευτικής εκπαίδευσης μέσω της οποίας οι υπό κατάρτιση νοσοκόμοι αποκτούν τις απαραίτητες επαγγελματικές γνώσεις, κατανόηση και δεξιότητες για το σχεδιασμό, την παροχή και την αξιολόγηση της συνολικής υγειονομικής περίθαλψης. Η εν λόγω εκπαίδευση παρέχεται από το διδακτικό προσωπικό σε θέματα νοσηλευτικής, καθώς και από άλλα αρμόδια πρόσωπα, στις νοσηλευτικές σχολές και σε άλλους χώρους κατάρτισης που επιλέγονται από το εκπαιδευτικό ίδρυμα.
5. Η κλινική κατάρτιση ορίζεται ως η πτυχή της νοσηλευτικής εκπαίδευσης μέσω της οποίας ο υπό κατάρτιση νοσοκόμος μαθαίνει, στο πλαίσιο ομάδας, σε άμεση επαφή με υγιές ή άρρωστο άτομο ή/και σύνολο ανθρώπων (κοινότητα), να σχεδιάζει, να παρέχει και να αξιολογεί την απαιτούμενη συνολική νοσηλευτική περίθαλψη βάσει των γνώσεων και των δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει. Ο εκπαιδευόμενος νοσοκόμος μαθαίνει όχι μόνο να αποτελεί μέλος μιας ομάδας, αλλά και να είναι επικεφαλής ομάδας που οργανώνει τη συνολική νοσηλευτική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής εκπαίδευσης για τα μεμονωμένα άτομα και τις μικρές ομάδες, στο πλαίσιο του υγειονομικού φορέα ή εντός της κοινότητας.
Η εν λόγω κατάρτιση πραγματοποιείται στα νοσοκομεία και σε άλλους υγειονομικούς φορείς, καθώς και στο πλαίσιο της κοινότητας, υπό την ευθύνη των διδασκόντων νοσοκόμων και με τη συνεργασία και την αρωγή άλλων ειδικευμένων νοσοκόμων. Άλλο ειδικευμένο προσωπικό μπορεί να ενσωματωθεί στη διδακτική διεργασία.
Οι υπό κατάρτιση νοσοκόμοι συμμετέχουν στις δραστηριότητες των συγκεκριμένων υπηρεσιών στο βαθμό που οι εν λόγω δραστηριότητες συμβάλλουν στην εκπαίδευσή τους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν γνώσεις σχετικά με την ανάληψη των ευθυνών που συνεπάγεται η νοσηλευτική περίθαλψη.
6. Η εκπαίδευση του νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) προσήκουσες γνώσεις των επιστημών στις οποίες βασίζεται η γενική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης της ικανοποιητικής γνώσεως του οργανισμού, των φυσιολογικών λειτουργιών και της συμπεριφοράς των υγιών και των ασθενών προσώπων, καθώς και των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της κατάστασης της υγείας του ανθρώπου και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του·
β) ικανοποιητική γνώση της φύσης και της δεοντολογίας του επαγγέλματος και των γενικών αρχών που αφορούν την υγεία και την περίθαλψη·
γ) προσήκουσα κλινική πείρα, η οποία πρέπει να επιλέγεται για τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα και να έχει αποκτηθεί υπό τον έλεγχο ειδικευμένων νοσοκόμων και σε χώρους όπου ο αριθμός του ειδικευμένου προσωπικού και ο εξοπλισμός είναι κατάλληλοι για την περίθαλψη των ασθενών από νοσοκόμους·
δ) ικανότητα συμμετοχής στην εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού και εμπειρία από τη συνεργασία με το προσωπικό αυτό·
ε) εμπειρία από τη συνεργασία με άλλους επαγγελματίες του υγειονομικού τομέα.
Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, οι επαγγελματικές δραστηριότητες νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη είναι οι δραστηριότητες που ασκούνται βάσει των επαγγελματικών τίτλων του παραρτήματος V σημείο 5.2.2.
1. Εφόσον οι γενικοί κανόνες των κεκτημένων δικαιωμάτων εφαρμόζονται στους νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 23 του παρόντος διατάγματος πρέπει να περιλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για τον προγραμματισμό, την οργάνωση και τη χορήγηση νοσηλευτικής περίθαλψης στον ασθενή.
2. Όσον αφορά τους πολωνικούς τίτλους εκπαίδευσης ως νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη, σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα ισχύουν μόνον οι παρακάτω διατάξεις περί κεκτημένων δικαιωμάτων.
Για τους υπηκόους των κρατών μελών των οποίων οι τίτλοι εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη χορηγήθηκαν από την Πολωνία ή των οποίων η εκπαίδευση άρχισε σ’ αυτό το κράτος πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι δε τίτλοι δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις εκπαίδευσης που προβλέπονται στο άρθρο 31 του παρόντος διατάγματος αναγνωρίζονται οι κάτωθι αναφερόμενοι τίτλοι εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη ως επαρκής απόδειξη, εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην Πολωνία τις δραστηριότητες νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη κατά τις οριζόμενες περιόδους:
α) τίτλος εκπαίδευσης νοσοκόμου βασικών σπουδών (dyplom licencjata pielęgniarstwa): επί τρία συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την πενταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού·
β) τίτλος εκπαίδευσης νοσοκόμου που πιστοποιεί ολοκλήρωση μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, χορηγηθείς από ίδρυμα ιατρικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (dyplom pielęgniarki albo pielęgniarki dyplomowanej): επί πέντε συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την επταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
Οι εν λόγω δραστηριότητες πρέπει να περιλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη για τον προγραμματισμό, την οργάνωση και τη χορήγηση νοσηλευτικής περίθαλψης στον ασθενή.
3. Αναγνωρίζονται τίτλοι επαγγελματικής εκπαίδευσης νοσοκόμων που έχουν χορηγηθεί στην Πολωνία σε νοσοκόμους που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους πριν από την 1η Μαΐου 2004, η οποία δεν συμμορφωνόταν προς τις ελάχιστες απαιτήσεις εκπαίδευσης του άρθρου 31, που βεβαιώνεται με πτυχίο “bachelor” το οποίο αποκτήθηκε με βάση ειδικό πρόγραμμα αναβάθμισης που περιέχεται στο άρθρο 11 της πράξης της 20ής Απριλίου 2004 σχετικά με την τροποποίηση της πράξης για τα επαγγέλματα του νοσοκόμου και της μαίας/μαιευτή και σε ορισμένα άλλα νομοθετήματα (Επίσημη Εφημερίδα της Πολωνικής Δημοκρατίας της 30ής Απριλίου 2004, αριθ. 92, pos. 885) και στον κανονισμό του Υπουργού Υγείας της 11ης Μαΐου 2004 σχετικά με τους λεπτομερείς όρους σπουδών νοσοκόμου και μαίας/μαιευτή, που είναι κάτοχοι πιστοποιητικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (τελική εξέταση− matura) και οι οποίοι είναι απόφοιτοι ιατρικού λυκείου και ιατρικών επαγγελματικών σχολών νοσοκόμων και μαιών/μαιευτών (Επίσημη Εφημερίδα της Πολωνικής Δημοκρατίας της 13ης Μαΐου 2004, αριθ. 110, pos. 1170) με στόχο να εξακριβωθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων ανάλογο με το επίπεδο νοσοκόμων που διαθέτουν τα προσόντα τα οποία, στην περίπτωση της Πολωνίας, καθορίζονται στο παράρτημα V, σημείο 5.2.2.
4. Όσον αφορά τους ρουμανικούς τίτλους νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη ισχύουν μόνον οι εξής διατάξεις περί κεκτημένων δικαιωμάτων:
Στην περίπτωση υπηκόων κρατών μελών των οποίων οι επίσημοι τίτλοι σπουδών νοσοκόμων υπεύθυνων για γενικές φροντίδες χορηγήθηκαν από τη Ρουμανία, ή οι οποίοι άρχισαν την εκπαίδευσή τους στη χώρα αυτή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και δεν πληρούν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις κατάρτισης που ορίζονται στο άρθρο 31 του παρόντος διατάγματος, αναγνωρίζονται οι επίσημοι τίτλοι σπουδών νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη (Certificat de competenţe profesionale de asistent medical generalist) με μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση σε şcoală postliceală, ως επαρκής απόδειξη, εφόσον συνοδεύονται από βεβαίωση ότι αυτοί οι υπήκοοι κρατών μελών έχουν πραγματικά και νόμιμα ασκήσει στη Ρουμανία τις δραστηριότητες νοσοκόμου τουλάχιστον επί πέντε συναπτά έτη κατά τη διάρκεια των επτά ετών προ της χορηγήσεως της βεβαιώσεως.
Στις παραπάνω δραστηριότητες πρέπει να έχει περιληφθεί η ανάληψη πλήρους ευθύνης για το σχεδιασμό, την οργάνωση και την πραγματοποίηση της νοσοκομειακής περίθαλψης του ασθενούς.
1. Η εισαγωγή στη βασική οδοντιατρική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση, για τις συγκεκριμένες αυτές σπουδές, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ή στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου σε ένα κράτος μέλος.
2. Η βασική οδοντιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη θεωρητικών και πρακτικών σπουδών πλήρους παρακολούθησης που αφορούν τουλάχιστον το πρόγραμμα του παραρτήματος V, σημείο 5.3.1, και οι οποίες πραγματοποιούνται σε πανεπιστήμιο, σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου.
3. Η βασική οδοντιατρική εκπαίδευση παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) Προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζεται η οδοντιατρική τέχνη καθώς και επαρκή κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών μετρήσεως των βιολογικών λειτουργιών, της αξιολόγησης των επιστημονικώς διαπιστωμένων γεγονότων και της ανάλυσης των δεδομένων·
β) προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης, φυσιολογίας και συμπεριφοράς υγιών και ασθενών, καθώς και της επιρροής του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος στην υγεία του ανθρώπου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά σχετίζονται με την οδοντιατρική·
γ) προσήκουσες γνώσεις της διάρθρωσης και της λειτουργίας των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, ασθενών και υγιών καθώς και της σχέσης αυτών με τη γενική υγεία και τη φυσική και κοινωνική καλή κατάσταση του ασθενούς·
δ) προσήκουσες γνώσεις των κλινικών πρακτικών και μεθόδων που να παρέχουν συνεκτική εικόνα των ανωμαλιών, βλαβών και ασθενειών των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών, υπό το πρίσμα της προληπτικής, διαγνωστικής και θεραπευτικής οδοντολογίας·
ε) προσήκουσα κλινική πείρα υπό κατάλληλη εποπτεία σε νοσοκομεία.
Η εκπαίδευση του οδοντιάτρου παρέχει τα αναγκαία προσόντα για όλες τις προληπτικές, διαγνωστικές και θεραπευτικές δραστηριότητες των ανωμαλιών και ασθενειών των οδόντων, του στόματος, των σιαγόνων και των γύρω ιστών.
1. Η εισαγωγή στην εκπαίδευση ειδικευμένου οδοντιάτρου προϋποθέτει την επιτυχή ολοκλήρωση και επικύρωση πενταετών θεωρητικών και πρακτικών σπουδών στο πλαίσιο του κύκλου σπουδών που προβλέπεται στο άρθρο 34 ή την κατοχή των εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 23 και στο άρθρο 37.
2. Η εκπαίδευση ειδικευμένου οδοντιάτρου περιλαμβάνει θεωρητική και πρακτική διδασκαλία σε πανεπιστημιακό κέντρο, σε κέντρο περιθάλψεως, εκπαιδεύσεως και έρευνας ή, ενδεχομένως, σε ίδρυμα υγείας εγκεκριμένο για τον σκοπό αυτόν από τις αρμόδιες αρχές ή οργανισμούς.
Πραγματοποιείται με ειδικά οδοντιατρικά μαθήματα κατά πλήρη απασχόληση τουλάχιστον τριών ετών υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών ή οργανισμών.
Συνεπάγεται προσωπική συμμετοχή του υποψηφίου ειδικευμένου οδοντιάτρου στην δραστηριότητα και στις ευθύνες του εκάστοτε ιδρύματος.
3. Η χορήγηση του τίτλου ειδικευμένου οδοντιάτρου εξαρτάται από την κατοχή ενός από τους τίτλους βασικής οδοντιατρικής εκπαίδευσης που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 5.3.2.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, οι επαγγελματικές δραστηριότητες του οδοντιάτρου είναι οι δραστηριότητες που ορίζονται στην παράγραφο 3 και ασκούνται βάσει των επαγγελματικών τίτλων του παραρτήματος V σημείο 5.3.2.
2. Το επάγγελμα του οδοντιάτρου βασίζεται στην οδοντιατρική εκπαίδευση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 34 και συνιστά επάγγελμα ειδικό και ξεχωριστό από του ιατρού, είτε ειδικευμένου είτε όχι. Η άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων οδοντιάτρου προϋποθέτει την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.3.2. Οι κάτοχοι ενός τέτοιου τίτλου εκπαίδευσης εξομοιώνονται με τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 23 ή 37.
3. Οι οδοντίατροι έχουν γενικώς τη δυνατότητα ανάληψης και άσκησης των δραστηριοτήτων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας όσον αφορά τις ανωμαλίες και ασθένειες των οδόντων, του στόματος, των γνάθων και των παρακείμενων ιστών, τηρουμένων των κανονιστικών διατάξεων και των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν το επάγγελμα κατά τις κρίσιμες ημερομηνίες που αναφέρονται στο παράρτημα V σημείο 5.3.2.
1. Αναγνωρίζονται, για τους σκοπούς της άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων οδοντιάτρου βάσει των τίτλων του παραρτήματος V σημείο 5.3.2, οι τίτλοι εκπαίδευσης ιατρού οι οποίοι χορηγούνται στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Αυστρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Σλοβακία και στη Ρουμανία σε άτομα που άρχισαν την ιατρική εκπαίδευσή τους το αργότερο κατά την κρίσιμη ημερομηνία που αναφέρεται στο εν λόγω παράρτημα για το οικείο κράτος μέλος, και συνοδεύονται από πιστοποιητικό που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές των ανωτέρω κρατών μελών.
Το εν λόγω πιστοποιητικό βεβαιώνει την τήρηση των ακόλουθων δύο προϋποθέσεων :
α) ότι τα άτομα αυτά άσκησαν, στο εν λόγω κράτος μέλος, πράγματι, νομίμως και πρωτίστως, τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 36 του παρόντος διατάγματος επί τουλάχιστον τρία συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού·
β) ότι τα πρόσωπα αυτά επιτρέπεται να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες υπό τους ίδιους όρους με τους κατόχους του τίτλου εκπαίδευσης που παρατίθεται για το συγκεκριμένο κράτος στο παράρτημα V σημείο 5.3.2.
Εξαιρούνται από την τριετή άσκηση του επαγγέλματος που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τουλάχιστον τριετείς σπουδές οι οποίες βεβαιώνονται από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους ως ισοδύναμες προς την εκπαίδευση που αναφέρεται στο άρθρο 34.
Όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία και την Σλοβακία, οι τίτλοι εκπαίδευσης που αποκτήθηκαν στην πρώην Τσεχοσλοβακία αναγνωρίζονται όπως και οι τσεχικοί και σλοβακικοί τίτλοι εκπαίδευσης και υπό τους ίδιους όρους που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια.
2. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι ιατρικής εκπαίδευσης που χορηγούνται στην Ιταλία σε άτομα που έχουν αρχίσει την πανεπιστημιακή ιατρική εκπαίδευσή τους μετά την 28η Ιανουαρίου 1980 και, το αργότερο, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1984, εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό που χορηγείται από τις ιταλικές αρμόδιες αρχές.
Το εν λόγω πιστοποιητικό βεβαιώνει την τήρηση των ακόλουθων τριών προϋποθέσεων:
α) ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν υποβληθεί επιτυχώς στην ειδική δοκιμασία επάρκειας που διοργανώθηκε από τις αρμόδιες ιταλικές αρχές προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον κατέχουν επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων συγκρίσιμο προς εκείνο των ατόμων που διαθέτουν τον τίτλο εκπαίδευσης που εμφανίζεται, για την Ιταλία, στο παράρτημα V, σημείο 5.3.2·
β) ότι, στην Ιταλία, άσκησαν πράγματι, νομίμως και πρωτίστως, τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 36 επί τουλάχιστον τρία συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού·
γ) ότι επιτρέπεται να ασκούν ή ασκούν πράγματι, νομίμως και πρωτίστως και υπό τους ίδιους όρους με τους κατόχους του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται για την Ιταλία στο παράρτημα V σημείο 5.3.2, τις δραστηριότητες του άρθρου 36.
Απαλλάσσονται από τη δοκιμασία επάρκειας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), τα πρόσωπα που έχουν παρακολουθήσει επιτυχώς τουλάχιστον τριετείς σπουδές οι οποίες πιστοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές ως ισοδύναμες προς την εκπαίδευση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 34.
Προς τα ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα εξομοιώνονται τα πρόσωπα που άρχισαν την πανεπιστημιακή ιατρική τους εκπαίδευση μετά την 31η Δεκεμβρίου 1984, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω τριετείς σπουδές άρχισαν πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1994.
1. Η κτηνιατρική εκπαίδευση περιλαμβάνει συνολικά τουλάχιστον πενταετείς θεωρητικές και πρακτικές σπουδές πλήρους παρακολούθησης που πραγματοποιούνται σε πανεπιστήμιο, σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον το πρόγραμμα που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.4.1.
2. Η εισαγωγή στην κτηνιατρική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση, για τις συγκεκριμένες σπουδές, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ή στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ένα κράτος μέλος αναγνωρίζει ως ισοδύναμου επιπέδου για τις σπουδές αυτές.
3. Η εκπαίδευση του κτηνιάτρου παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) προσήκουσες γνώσεις των επιστημών στις οποίες βασίζονται οι δραστηριότητες του κτηνιάτρου·
β) προσήκουσες γνώσεις του οργανισμού και των λειτουργιών των υγιών ζώων, της εκτροφής τους, της αναπαραγωγής τους, γενικώς της υγιεινής τους καθώς και της διατροφής τους, περιλαμβανομένης της τεχνολογίας που εφαρμόζεται κατά την παρασκευή και τη διατήρηση των τροφών που απαιτούνται για τις ανάγκες τους·
γ) προσήκουσες γνώσεις στον τομέα της συμπεριφοράς και της προστασίας των ζώων·
δ) προσήκουσες γνώσεις των αιτιών, της φύσης, της εξέλιξης, των αποτελεσμάτων, των διαγνωστικών μεθόδων και της θεραπείας των ασθενειών των ζώων, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες· μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη γνώση των ασθενειών που μεταδίδονται στον άνθρωπο·
ε) προσήκουσες γνώσεις της προληπτικής ιατρικής·
στ) προσήκουσες γνώσεις της υγιεινής και της τεχνολογίας κατά την παραγωγή, βιομηχανική παραγωγή και θέση σε κυκλοφορία των ζωοτροφών ή ζωικής προελεύσεως τροφίμων που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση·
ζ) προσήκουσες γνώσεις όσον αφορά τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που σχετίζονται με τα ανωτέρω απαριθμηθέντα θέματα·
η) προσήκουσα κλινική και άλλη πρακτική εμπειρία υπό κατάλληλη εποπτεία.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 4 όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών των οποίων οι τίτλοι κτηνιατρικής εκπαίδευσης έχουν χορηγηθεί από την Εσθονία ή των οποίων η εκπαίδευση άρχισε σ’ αυτό το κράτος πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι τίτλοι αυτοί αναγνωρίζονται εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην Εσθονία τις οικείες δραστηριότητες επί πέντε συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την επταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
1. Συνολικά, η μαιευτική εκπαίδευση περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους εκπαιδευτικούς κύκλους:
α) ειδική εκπαίδευση πλήρους παρακολούθησης τουλάχιστον τριών ετών θεωρητικών και πρακτικών σπουδών (κατεύθυνση I) που να καλύπτει τουλάχιστον το πρόγραμμα που παρατίθεται στο παράρτημα V σημείο 5.5.1 ή
β) ειδική εκπαίδευση πλήρους παρακολούθησης δεκαοκτώ μηνών (κατεύθυνση II) που να καλύπτει τουλάχιστον το πρόγραμμα που παρατίθεται στο παράρτημα V σημείο 5.5.1 και η οποία να μην έχει αποτελέσει αντικείμενο ισοδύναμης κατάρτισης στο πλαίσιο της εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη.
Ο φορέας που αναλαμβάνει την μαιευτική εκπαίδευση θα πρέπει να είναι αρμόδιος για το συντονισμό θεωρίας και πράξης για το σύνολο του προγράμματος σπουδών.
2. Η εισαγωγή στη μαιευτική εκπαίδευση υπόκειται σε μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) την ολοκλήρωση τουλάχιστον των πρώτων δέκα ετών της γενικής σχολικής εκπαίδευσης, για την κατεύθυνση I·
β) την κατοχή τίτλου εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.2.2 για την κατεύθυνση II.
3. Η εκπαίδευση της μαίας/του μαιευτή παρέχει την εγγύηση ότι η/ο ενδιαφερόμενη/ος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) προσήκουσες γνώσεις των επιστημών επί των οποίων βασίζονται οι δραστηριότητες της μαίας/του μαιευτή, ιδίως της μαιευτικής και της γυναικολογίας·
β) προσήκουσες γνώσεις της επαγγελματικής δεοντολογίας και της νομοθεσίας·
γ) λεπτομερή γνώση της βιολογικής λειτουργίας, της ανατομίας και της φυσιολογίας στον τομέα της μαιευτικής και των νεογνών, καθώς και γνώση των σχέσεων μεταξύ της κατάστασης της υγείας του ανθρώπου και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του και της συμπεριφοράς του·
δ) επαρκή κλινική πείρα σε αναγνωρισμένα ιδρύματα υπό την εποπτεία αναγνωρισμένου εξειδικευμένου προσωπικού στη μαιευτική·
ε) προσήκουσες γνώσεις σχετικά με την εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού και εμπειρία συνεργασίας με το εν λόγω προσωπικό.
1. Οι τίτλοι μαιευτικής εκπαίδευσης του παραρτήματος V σημείο 5.5.2 αναγνωρίζονται αυτομάτως δυνάμει του άρθρου 21, εφόσον πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) μαιευτική εκπαίδευση πλήρους παρακολούθησης τουλάχιστον τριών ετών:
i) είτε εξαρτώμενη από την κατοχή διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου παρέχοντος πρόσβαση στα πανεπιστημιακά ιδρύματα ή στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ή διασφαλίζοντος εκ προοιμίου ισοδύναμο επίπεδο γνώσεων,
ii) είτε ακολουθούμενη από διετή επαγγελματική πείρα για την οποία χορηγείται πιστοποιητικό σύμφωνα με την παράγραφο 2·
β) μαιευτική εκπαίδευση πλήρους παρακολούθησης τουλάχιστον δύο ετών ή 3600 ωρών υπό τον όρο ότι συνοδεύεται από τίτλο εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.2.2·
γ) μαιευτική εκπαίδευση πλήρους παρακολούθησης τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών ή 3000 ωρών υπό τον όρο ότι συνοδεύεται από τίτλο εκπαίδευσης νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.2.2 και ακολουθούμενη από επαγγελματική πείρα ενός έτους για την οποία χορηγείται πιστοποιητικό σύμφωνα με την παράγραφο 2.
2. Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 πιστοποιητικό χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Βεβαιώνει δε ότι ο δικαιούχος, μετά την απόκτηση του τίτλου μαιευτικής εκπαίδευσης, άσκησε ικανοποιητικά, σε νοσοκομείο ή σε εγκεκριμένο προς τούτο υγειονομικό ίδρυμα, όλες τις δραστηριότητες μαίας/μαιευτή κατά το αντίστοιχο διάστημα.
1. Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται στις δραστηριότητες μαίας/μαιευτή όπως ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και όπως ασκούνται βάσει των επαγγελματικών τίτλων του παραρτήματος V σημείο 5.5.2.
2. Οι μαίες/μαιευτές έχουν τη δυνατότητα ανάληψης και άσκησης τουλάχιστον των ακόλουθων δραστηριοτήτων:
α) παροχή ορθής πληροφόρησης και συμβουλών σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού·
β) εξακρίβωση εγκυμοσύνης και στη συνέχεια παρακολούθηση της φυσιολογικής εγκυμοσύνης και εκτέλεση των εξετάσεων που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της εξέλιξης της φυσιολογικής εγκυμοσύνης·
γ) έγγραφη ή συμβουλευτική υπόδειξη για εκτέλεση των απαραίτητων εξετάσεων με στόχο την όσο γίνεται πιο πρώιμη διάγνωση κάθε επικίνδυνης εγκυμοσύνης·
δ) κατάρτιση προγράμματος προετοιμασίας των γονέων στο μελλοντικό ρόλο τους, εξασφάλιση της πλήρους προετοιμασίας τους για τον τοκετό και παροχή συμβουλών στον τομέα της υγιεινής και της διατροφής·
ε) παροχή συνδρομής στην έγκυο κατά τη διάρκεια του τοκετού και παρακολούθηση της κατάστασης του εμβρύου με τα κατάλληλα κλινικά και τεχνικά μέσα·
στ) διεξαγωγή του φυσιολογικού τοκετού στην περίπτωση που πρόκειται για κεφαλική προβολή περιλαμβανομένης εν ανάγκη και της επισειοτομής και, σε επείγουσα περίπτωση, διενέργεια τοκετού ισχιακής προβολής·
ζ) διάγνωση στη μητέρα ή στο νεογνό συμπτωμάτων που φανερώνουν ανωμαλίες οι οποίες απαιτούν την παρέμβαση ιατρού καθώς και παροχή συνδρομής στον τελευταίο σε περίπτωση επέμβασης· λήψη επειγόντων μέτρων που επιβάλλονται σε περίπτωση απουσίας ιατρού, ιδίως δακτυλική αποκόλληση του πλακούντα, η οποία ακολουθείται ενδεχομένως από δακτυλική επισκόπηση της μήτρας·
η) εξέταση και φροντίδα του νεογνού· λήψη όλων των μέτρων που επιβάλλονται σε περίπτωση ανάγκης και εφαρμογή, σε δεδομένη περίπτωση, άμεσης ανανήψεως·
θ) παρακολούθηση και έλεγχος της λεχώνας και παροχή όλων των απαραίτητων συμβουλών που αποβλέπουν στην ανατροφή του νεογνού με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες·
ι) εφαρμογή της θεραπείας που ορίζεται από τον ιατρό·
ια) τήρηση των απαραίτητων εγγράφων, ιστορικών και αρχείων.
1. Για τους πολίτες των κρατών μελών των οποίων οι χορηγούμενοι τίτλοι μαιευτικής εκπαίδευσης πληρούν το σύνολο των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης του άρθρου 40 αλλά, δυνάμει του άρθρου 41, αναγνωρίζονται μόνο, εάν συνοδεύονται από το πιστοποιητικό άσκησης του επαγγέλματος, που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο 41 παράγραφος 2, αναγνωρίζονται ως επαρκής απόδειξη οι τίτλοι εκπαίδευσης, που χορηγήθηκαν από αυτά τα κράτη μέλη πριν από την κρίσιμη ημερομηνία που αναφέρεται στο παράρτημα V σημείο 5.5.2, εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό, που βεβαιώνει ότι οι εν λόγω υπήκοοι αφιερώθηκαν πράγματι και νομίμως στις συγκεκριμένες δραστηριότητες επί τουλάχιστον δύο συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στους υπηκόους των κρατών μελών των οποίων οι τίτλοι μαιευτικής εκπαίδευσης πιστοποιούν εκπαίδευση, που αποκτήθηκε στο έδαφος της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και οι οποίοι πληρούν το σύνολο των ελάχιστων όρων εκπαίδευσης του άρθρου 40 του παρόντος διατάγματος, αλλά οι οποίοι δυνάμει του άρθρου 41 αναγνωρίζονται μόνο, εάν συνοδεύονται από το πιστοποιητικό άσκησης του επαγγέλματος, που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο 41 παράγραφος 2, εφόσον πιστοποιούν εκπαίδευση, που άρχισε πριν από τις 3 Οκτωβρίου 1990.
3. Όσον αφορά τους πολωνικούς τίτλους εκπαίδευσης μαίας/μαιευτή, σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα ισχύουν μόνον οι παρακάτω διατάξεις περί κεκτημένων δικαιωμάτων.
Για τους υπηκόους των κρατών μελών των οποίων οι τίτλοι εκπαίδευσης μαίας/μαιευτή χορηγήθηκαν από την Πολωνία, ή των οποίων η εκπαίδευση άρχισε σ’ αυτό το κράτος πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι δε τίτλοι δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις εκπαίδευσης, που προβλέπονται στο άρθρο 40, αναγνωρίζονται οι κάτωθι αναφερόμενοι τίτλοι εκπαίδευσης μαίας/μαιευτή, εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικό, που βεβαιώνει, ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν ασκήσει, πραγματικά και νομίμως, στην Πολωνία τις δραστηριότητες μαίας/μαιευτή κατά τις παρακάτω οριζόμενες περιόδους:
α) τίτλος εκπαίδευσης μαίας/μαιευτή βασικών σπουδών (dyplom licencjata położnictwa): επί τρία συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την πενταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού·
β) τίτλος εκπαίδευσης μαίας/μαιευτή που πιστοποιεί ολοκλήρωση μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, χορηγηθείς από ίδρυμα ιατρικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (dyplom położnej): επί πέντε συναπτά έτη τουλάχιστον κατά την επταετία που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του πιστοποιητικού.
4. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής εκπαίδευσης στον τομέα της μαιευτικής, που έχουν χορηγηθεί στην Πολωνία σε μαίες/μαιευτές, που έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους πριν από την 1η Μαΐου 2004, η οποία δεν πληρούσε τις στοιχειώδεις απαιτήσεις εκπαίδευσης του άρθρου 40 του παρόντος διατάγματος, που βεβαιώνεται με πτυχίο “bachelor”, το οποίο αποκτήθηκε με βάση ειδικό πρόγραμμα αναβάθμισης, που περιέχεται στο άρθρο 11 της πράξης της 20ής Απριλίου 2004 σχετικά με την τροποποίηση της πράξης για τα επαγγέλματα του νοσοκόμου και της μαίας/μαιευτή και σε ορισμένα άλλα νομοθετήματα (Επίσημη Εφημερίδα της Πολωνικής Δημοκρατίας της 30ής Απριλίου 2004, αριθ. 92 pos. 885) και στον κανονισμό του Υπουργού Υγείας της 11ης Μαΐου 2004 σχετικά με τους λεπτομερείς όρους σπουδών νοσοκόμου και μαίας/μαιευτή, που είναι κάτοχοι πιστοποιητικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (τελική εξέταση− matura) και οι οποίοι είναι απόφοιτοι ιατρικού λυκείου και ιατρικών επαγγελματικών σχολών νοσοκόμων και μαιών/μαιευτών (Επίσημη Εφημερίδα της Πολωνικής Δημοκρατίας της 13ης Μαΐου 2004, αριθ. 110 pos. 1170) με στόχο να εξακριβωθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων ανάλογο με το επίπεδο μαιών/μαιευτών που διαθέτουν τα προσόντα τα οποία, στην περίπτωση της Πολωνίας, καθορίζονται στο παράρτημα V σημείο 5.5.2.
5. Όσον αφορά τους ρουμανικούς τίτλους μαιών, ισχύουν μόνον οι εξής διατάξεις κεκτημένων δικαιωμάτων:
Επίσημοι τίτλοι σπουδών μαιευτικής (asistent medical obstetrică – ginecologie), οι οποίοι χορηγήθηκαν από τη Ρουμανία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 σε πολίτες των κρατών μελών και δεν πληρούν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις κατάρτισης, που ορίζονται στο άρθρο 40 του παρόντος διατάγματος, αναγνωρίζονται ως επαρκής απόδειξη για τους σκοπούς εκτέλεσης των δραστηριοτήτων μαίας, εφόσον συνοδεύονται από βεβαίωση, ότι αυτοί οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν πραγματικά και νόμιμα ασκήσει στη Ρουμανία τις δραστηριότητες μαίας τουλάχιστον επί πέντε συναπτά έτη κατά τη διάρκεια των επτά ετών πριν από τη χορήγηση της βεβαίωσης.
1. Η εισαγωγή στη φαρμακευτική εκπαίδευση προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος ή πιστοποιητικού που παρέχει πρόσβαση, για τις συγκεκριμένες σπουδές, στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή σε ιδρύματα επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου, σε ένα κράτος μέλος.
2. Ο τίτλος φαρμακευτικής εκπαίδευσης βεβαιώνει εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών, από τα οποία τουλάχιστον:
α) τέσσερα έτη θεωρητικής και πρακτικής κατάρτισης πλήρους παρακολούθησης σε πανεπιστήμιο, ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιπέδου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου ή υπό την εποπτεία πανεπιστημίου·
β) έξι μήνες πρακτικής άσκησης σε φαρμακείο ανοικτό στο κοινό ή σε νοσοκομείο υπό την εποπτεία της φαρμακευτικής υπηρεσίας του νοσοκομείου αυτού.
Ο εν λόγω κύκλος σπουδών περιλαμβάνει τουλάχιστον το πρόγραμμα του παραρτήματος V σημείο 5.6.1.
3. Η εκπαίδευση του φαρμακοποιού παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) προσήκουσα γνώση των φαρμάκων καθώς και των υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των φαρμάκων·
β) προσήκουσα γνώση της φαρμακευτικής τεχνολογίας και του φυσικού, χημικού, βιολογικού και μικροβιολογικού ελέγχου των φαρμάκων·
γ) προσήκουσα γνώση του μεταβολισμού και των αποτελεσμάτων των φαρμάκων και της δράσης των τοξικών ουσιών, καθώς και της χρήσης των φαρμάκων·
δ) προσήκουσα γνώση η οποία επιτρέπει την αξιολόγηση των επιστημονικών δεδομένων για τα φάρμακα ώστε βάσει αυτής να μπορούν να παρέχονται οι κατάλληλες πληροφορίες·
ε) προσήκουσα γνώση των νόμιμων και άλλων προϋποθέσεων για την άσκηση φαρμακευτικών δραστηριοτήτων.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, φαρμακευτικές δραστηριότητες είναι οι δραστηριότητες, των οποίων η ανάληψη και η άσκηση εξαρτώνται, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, από απαιτήσεις επαγγελματικών προσόντων και οι οποίες μπορούν να ασκηθούν από τους κατόχους τίτλου εκπαίδευσης από τους αναφερόμενους στο παράρτημα V σημείο 5.6.2.
2. Οι κάτοχοι πανεπιστημιακού τίτλου εκπαίδευσης, ή τίτλου αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου επιπέδου στον τομέα της φαρμακευτικής, που πληροί τους όρους του άρθρου 44, έχουν το δικαίωμα ανάληψης και άσκησης, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της απαίτησης συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας, τουλάχιστον των ακόλουθων δραστηριοτήτων:
α) καθορισμού της φαρμακευτικής μορφής των φαρμάκων,
β) παρασκευής και ελέγχου των φαρμάκων,
γ) ελέγχου των φαρμάκων σε εργαστήριο ελέγχου φαρμάκων,
δ) αποθήκευσης, διατήρησης και διανομής των φαρμάκων στο στάδιο της χονδρικής πώλησης,
ε) προετοιμασίας, ελέγχου, αποθήκευσης και διανομής των φαρμάκων στα φαρμακεία,
στ) προετοιμασίας, ελέγχου, αποθήκευσης και διάθεσης των φαρμάκων στα νοσοκομεία,
ζ) παροχής πληροφοριών και συμβουλών σχετικά με τα φάρμακα.
Συνολικά, η εκπαίδευση αρχιτέκτονα περιλαμβάνει τουλάχιστον είτε τέσσερα έτη σπουδών πλήρους παρακολούθησης, είτε έξι έτη σπουδών, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία έτη πλήρους παρακολούθησης, σε πανεπιστήμιο ή ανάλογο εκπαιδευτικό ίδρυμα και πιστοποιείται με την επιτυχία σε εξέταση πανεπιστημιακού επιπέδου.
Η εν λόγω εκπαίδευση, που πρέπει να είναι πανεπιστημιακού επιπέδου και της οποίας το πρωταρχικό στοιχείο συνιστά η αρχιτεκτονική, πρέπει να διατηρεί την ισορροπία μεταξύ των θεωρητικών και πρακτικών πτυχών της εκπαίδευσης στον τομέα της αρχιτεκτονικής και να παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες:
α) ικανότητα σύλληψης αρχιτεκτονικών δημιουργιών που να ικανοποιούν συγχρόνως αισθητικές και τεχνικές απαιτήσεις·
β) προσήκουσα γνώση της ιστορίας και των θεωριών της αρχιτεκτονικής καθώς και των συναφών τεχνών, τεχνολογιών και επιστημών του ανθρώπου·
γ) γνώση των καλών τεχνών ως παραγόντων που είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ποιότητα της αρχιτεκτονικής σύλληψης·
δ) προσήκουσα γνώση της πολεοδομίας, του πολεοδομικού σχεδιασμού και των τεχνικών που εφαρμόζονται στη διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού·
ε) ικανότητα κατανόησης των σχέσεων, αφενός, ανάμεσα στους ανθρώπους και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, και αφετέρου, ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα και το περιβάλλον τους, καθώς και ικανότητα κατανόησης της ανάγκης αρμονικού συνδυασμού των αρχιτεκτονικών δημιουργημάτων με τους χώρους, ανάλογα με τις ανάγκες του ανθρώπου και την αντίστοιχη κλίμακα·
στ) ικανότητα κατανόησης του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα και του ρόλου του στην κοινωνία, ειδικότερα μέσω της επεξεργασίας σχεδίων στα οποία λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικοί παράγοντες·
ζ) γνώση των μεθόδων τεκμηρίωσης και προπαρασκευής της οικοδομικής μελέτης·
η) γνώση των προβλημάτων στατικού σχεδιασμού, οικοδομικής και έργων πολιτικού μηχανικού, τα οποία συνδέονται με το σχεδιασμό των κτιρίων·
θ) προσήκουσα γνώση των προβλημάτων που έχουν σχέση με τις φυσικές ιδιότητες των κτιρίων, των τεχνολογιών, καθώς επίσης και της λειτουργίας των κατασκευών, ώστε να τις εφοδιάζει με όλα τα στοιχεία εσωτερικής άνεσης και κλιματικής προστασίας·
ι) τεχνική ικανότητα, χάρη στην οποία ο αρχιτέκτονας θα μπορεί να επινοεί κατασκευές που να ικανοποιούν τις απαιτήσεις αυτών που τις χρησιμοποιούν, σεβόμενος τους οικονομικούς περιορισμούς και τους οικοδομικούς κανονισμούς·
ια) προσήκουσα γνώση των βιομηχανιών, οργανώσεων, κανονισμών και διαδικασιών, που έχουν σχέση με την υλοποίηση των κτιριακών μελετών και την ένταξη των σχεδίων στο γενικό σχεδιασμό.
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46, αναγνωρίζεται επίσης ότι πληροί το άρθρο 21 η τριετής εκπαίδευση των “Fachhochschulen” στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία λειτουργούσε στις 5 Αυγούστου 1985, πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 46 και παρείχε πρόσβαση στις δραστηριότητες του άρθρου 48 στο ανωτέρω κράτος μέλος βάσει του επαγγελματικού τίτλου αρχιτέκτονα, με την προϋπόθεση ότι η εκπαίδευση συμπληρώνεται από περίοδο επαγγελματικής πείρας τεσσάρων ετών, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία βεβαιώνεται από πιστοποιητικό που χορηγείται από την επαγγελματική τάξη στον πίνακα της οποίας είναι εγγεγραμμένος ο αρχιτέκτονας που επιθυμεί να επωφεληθεί των διατάξεων της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
Η επαγγελματική τάξη πρέπει προηγουμένως να ορίσει ότι οι εργασίες που θα πραγματοποιηθούν από τον οικείο αρχιτέκτονα στον τομέα της αρχιτεκτονικής συνιστούν πειστική εφαρμογή του συνόλου των γνώσεων και δεξιοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 46 . Το εν λόγω πιστοποιητικό χορηγείται βάσει της ίδιας διαδικασίας με εκείνη που ισχύει για την εγγραφή στον πίνακα της επαγγελματικής τάξης.
2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46 και στα πλαίσια των προσπαθειών για την κοινωνική αναβάθμιση ή την αναβάθμιση των προγραμμάτων πανεπιστημιακών σπουδών με μερική απασχόληση, αναγνωρίζεται επίσης ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 21 η εκπαίδευση που ικανοποιεί τις απαιτήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 46 και πιστοποιείται από εξέταση στην αρχιτεκτονική, που ολοκληρώνεται επιτυχώς από πρόσωπο που εργάζεται επί επτά και πλέον έτη στον τομέα της αρχιτεκτονικής υπό τον έλεγχο ενός αρχιτέκτονα ή ενός γραφείου αρχιτεκτόνων. Η εξέταση αυτή πρέπει να είναι πανεπιστημιακού επιπέδου και να ισοδυναμεί προς την εξέταση στο
τέλος των σπουδών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 46, πρώτο εδάφιο.
1. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, επαγγελματικές δραστηριότητες του αρχιτέκτονα είναι οι δραστηριότητες που ασκούνται συνήθως βάσει του επαγγελματικού τίτλου του αρχιτέκτονα.
2. Θεωρείται ότι πληρούν τους απαιτούμενους όρους για την άσκηση των δραστηριοτήτων του αρχιτέκτονα, υπό τον επαγγελματικό τίτλο του αρχιτέκτονα, οι υπήκοοι κράτους μέλους οι οποίοι δικαιούνται να φέρουν τον εν λόγω τίτλο κατ’ εφαρμογή νόμου που παραχωρεί στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους τη δυνατότητα να χορηγεί τον τίτλο αυτό στους υπηκόους των κρατών μελών που έχουν διακριθεί ιδιαιτέρως λόγω της ποιότητας του έργου τους στον τομέα της αρχιτεκτονικής.
Η αρχιτεκτονική φύση των δραστηριοτήτων των ενδιαφερομένων βεβαιώνεται από πιστοποιητικό που χορηγεί το κράτος μέλος καταγωγής τους.
1. Αναγνωρίζονται οι τίτλοι εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που αναφέρονται στο παράρτημα VI, οι οποίοι χορηγούνται από τα άλλα κράτη μέλη και πιστοποιούν εκπαίδευση που άρχισε το αργότερο κατά το αναφερόμενο στο εν λόγω παράρτημα κρίσιμο ακαδημαϊκό έτος, ακόμη και αν δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 46, παρέχοντάς τους την ίδια ισχύ, στην επικράτειά της, με τους τίτλους εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που χορηγούνται στην Ελλάδα όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα.
Κατά ταύτα, αναγνωρίζονται οι βεβαιώσεις των αρμοδίων αρχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες πιστοποιούν την αντίστοιχη ισοδυναμία των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται από τις 8 Μαΐου 1945 από τις αρμόδιες αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τους τίτλους που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 αναγνωρίζονται και προσδίδεται σ’ αυτές, όσον αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων υπό τον επαγγελματικό τίτλο του αρχιτέκτονα, η ίδια ισχύς με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγούνται στην Ελλάδα, οι βεβαιώσεις που χορηγούνται στους υπηκόους των κρατών μελών από τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν κανονιστικές ρυθμίσεις ως προς την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:
α) 1η Ιανουαρίου 1995 για την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία·
β) 1η Μαΐου 2004 για την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία·
γ) 5 Αυγούστου 1987 για τα άλλα κράτη μέλη.
Οι βεβαιώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πιστοποιούν ότι ο κάτοχός τους έλαβε την άδεια να κάνει χρήση του επαγγελματικού τίτλου του αρχιτέκτονα το αργότερο κατά την ημερομηνία αυτή και ότι αφιερώθηκε πράγματι, στο πλαίσιο της εν λόγω κανονιστικής ρύθμισης, στις συγκεκριμένες δραστηριότητες επί τουλάχιστον τρία συναπτά έτη κατά τη διάρκεια πέντε ετών πριν από τη χορήγηση του πιστοποιητικού.
1. Προκειμένου να αποφανθούν επί αιτήσεως αδείας για την άσκηση του οικείου νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος κατ’ εφαρμογή του παρόντος τίτλου, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την κατάθεση των εγγράφων και των πιστοποιητικών του παραρτήματος VII.
Τα έγγραφα που αναφέρονται στο παράρτημα VII σημείο 1 στοιχεία δ), ε) και στ) δεν μπορούν να υποβληθούν μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής τους.
Οι Δημόσιες Υπηρεσίες, οι οργανισμοί και άλλα νομικά πρόσωπα διασφαλίζουν το απόρρητο των παρεχόμενων πληροφοριών.
2. Σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος μέλος καθώς και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο δικαιούχος πληροί, όσον αφορά τα επαγγέλματα του κεφαλαίου III του παρόντος τίτλου, τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης που αναφέρονται αντιστοίχως στα άρθρα 24, 25, 28, 31, 34, 35, 38, 40, 44 και 46.
3. Σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ), από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου:
α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου·
β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου και
γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο.
4. Εφόσον για την ανάληψη νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος στην Ελλάδα απαιτείται ένορκη ή επίσημη δήλωση, και στις περιπτώσεις που ο τύπος της εν λόγω (ένορκης ή επίσημης) δήλωσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο, όταν αυτός είναι υπήκοος άλλου κράτους−μέλους, αυτός υποβάλλεται
σε κατάλληλο και ισοδύναμο τύπο όρκου ή δήλωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Εφόσον η χρήση του επαγγελματικού τίτλου σχετικά με μία από τις δραστηριότητες ορισμένου επαγγέλματος έχει ρυθμισθεί νομοθετικώς στην Ελλάδα, οι υπήκοοι των κρατών μελών που αποκτούν το δικαίωμα να ασκούν νομοθετικώς ρυθμιζόμενο επάγγελμα βάσει του τίτλου III, φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο, ο οποίος στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο εν λόγω επάγγελμα, και κάνουν χρήση της ενδεχόμενης σύντμησής του.
Οι δικαιούχοι της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα.
Οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 54 υποχρεούνται να διατυπώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πλήρως αιτιολογημένη κρίση σχετικά με τη γνώση της ελληνικής γλώσσας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος.
Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 51, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους μέλους καταγωγής, και ενδεχομένως τη σύντμησή του, στη γλώσσα του κράτους μέλους καταγωγής. Ο εν λόγω τίτλος πρέπει να συνοδεύεται από το όνομα και τον τόπο του ιδρύματος ή της εξεταστικής επιτροπής που τον χορήγησε. Εφόσον μπορεί να προκληθεί σύγχυση μεταξύ του εν λόγω τίτλου εκπαίδευσης που έχει χορηγήσει το κράτος μέλος καταγωγής και ενός τίτλου για τον οποίο απαιτείται στην Ελλάδα συμπληρωματική εκπαίδευση που δεν διαθέτει ο δικαιούχος, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν ότι ο δικαιούχος θα χρησιμοποιεί τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους μέλους καταγωγής με την ενδεικνυόμενη μορφή την οποία θα επισημάνει.
1. Η αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος κατά τους όρους του παρόντος διατάγματος γίνεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων ή μιας των λοιπών αρμόδιων προς τούτο αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του παρόντος.
2. Η αίτηση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων υποβάλλεται στην υπηρεσία του άρθρου 59 του παρόντος και καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο. Με την αίτηση υποβάλλονται και τα έγγραφα και πιστοποιητικά του παραρτήματος VII του παρόντος διατάγματος σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και ορίζεται ο αντίκλητος του αιτούντος, ο οποίος πρέπει να είναι κάτοικος Αθηνών.
Η ίδια Υπηρεσία βεβαιώνει την παραλαβή του φακέλου εντός ενός μηνός από την παραλαβή και ενημερώνει τον αιτούντα για τυχόν ελλείποντα έγγραφα.
3. Η διαδικασία εξέτασης αίτησης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων πρέπει να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τριών μηνών από τη συμπλήρωση του φακέλου του αιτούντος με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Η προθεσμία αυτή
μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στα κεφάλαια Ι και ΙΙ του Τίτλου ΙΙΙ του παρόντος διατάγματος.
4. Μετά την έκδοση αποφάσεως του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων περί επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων, ο αιτών γνωστοποιεί εγγράφως στο γραμματέα του Συμβουλίου την κατά το άρθρο 14 επιλογή του.
5. Από την έκδοση της αναγνωριστικής απόφασης του Συμβουλίου ο αιτών δικαιούται να ασκεί το οικείο επάγγελμα σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, η δε αρμόδια επαγγελματική οργάνωση ή αρμόδια διοικητική αρχή υποχρεούνται χωρίς καθυστέρηση να ενεργήσουν την εγγραφή του στα οικεία μητρώα και να εκδώσουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
6. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή η μη έκδοσή της, δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών δικαστηρίων.
1. Το Τμήμα που συστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του Π.Δ. 165/2000 συνεχίζει να υφίσταται και έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) Παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων και ιδίως δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων για αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων, τις επεξεργάζεται, προετοιμάζει τους φακέλους των αιτούντων και τους εισάγει στο Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων για την έκδοση της απόφασης.
β) Λειτουργεί ως «Κεντρικό Σημείο Επαφής» για τους ενδιαφερομένους και ιδίως:
Παρέχει στους Έλληνες και τους πολίτες των λοιπών κρατών μελών, καθώς και στα σημεία επαφής των λοιπών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προβλεπόμενη στο παρόν διάταγμα αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και ιδίως σχετικά με την εθνική νομοθεσία που διέπει τα επαγγέλματα και την άσκησή τους, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής νομοθεσίας, καθώς και των κανόνων δεοντολογίας, όπου υπάρχουν.
Συνδράμει τους πολίτες στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το παρόν διάταγμα και μέσω της συνεργασίας με τα άλλα «σημεία επαφής» και τις λοιπές αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες της Ελλάδας.
Αιτήσει της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Κεντρικό Σημείο Επαφής την ενημερώνει για την κατάληξη των υποθέσεων που χειρίζεται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επιλαμβάνονται των εν λόγω υποθέσεων.
2. Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 4 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα: (α) να προωθεί την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος διατάγματος και (β) να συγκεντρώνει κάθε χρήσιμη πληροφορία για την εκτέλεση του παρόντος διατάγματος και ιδίως τις πληροφορίες που αφορούν τους όρους ανάληψης νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων στα κράτη μέλη.
3. Τα εδάφια β) και γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Π.Δ. 165/2000 τροποποιούνται ως εξής:
«β) Δέκα (10) θέσεις πτυχιούχων ΑΕΙ με γνώσεις ή εμπειρία στα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άριστη γνώση μίας τουλάχιστον από τις γλώσσες Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική οι οποίοι θα ασκούν χρέη εισηγητού.
γ) Δύο (2) θέσεις του κλάδου ΠΕ Διοικητικού, με άριστη γνώση μίας τουλάχιστον από τις γλώσσες Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική.»
4. Το εδάφιο δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Π.Δ. 165/2000 καταργείται.
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργείται το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, οι δε αρμοδιότητές τους περιέρχονται στο Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων.
2. Υποθέσεις που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος διατάγματος ενώπιον των Συμβουλίων που καταργούνται με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, υπάγονται εφεξής στην αρμοδιότητα των οργάνων που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος και διέπονται από τις ρυθμίσεις του.
3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των κάτωθι Π.Δ. και Υπουργικών Αποφάσεων:
α . Π.Δ. 84/1986 (ΦΕΚ 31 Α΄),
β. Π.Δ. 98/1986 (ΦΕΚ 35 Α΄),
γ. Π.Δ. 40/2006 (ΦΕΚ 43 Α΄),
δ. Π.Δ. 231/1998 (ΦΕΚ 178 Α΄), εκτός από την παρ. 2 του άρθρου 18,
ε. Π.Δ. 165/2000 (ΦΕΚ 149 Α΄), εκτός του άρθρου 12,
στ. Π.Δ. 373/2001 (ΦΕΚ 251 Α΄),
ζ. Π.Δ. 385/2002 (ΦΕΚ 334 Α΄),
η. Π.Δ. 69/2003 (ΦΕΚ 72 Α΄),
θ. Π.Δ. 213/2003 (ΦΕΚ 172 Α΄),
ι. Π.Δ.38/2004 (ΦΕΚ 35 Α΄),
ια. Π.Δ. 53/2004 (ΦΕΚ 43 Α΄),
ιβ. Π.Δ. 240/2004 (ΦΕΚ 222 Α΄),
ιγ. Π.Δ. 253/2006 (ΦΕΚ 278 Α΄),
ιδ. Υπουργική Απόφαση 2/19732/0022/1999 (ΦΕΚ 574 Β΄),
ιε. Π.Δ. 140/2007 περί «Προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/100/ΕΚ, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας «για το επάγγελμα του νοσοκόμου υπεύθυνου για γενικές φροντίδες και το επάγγελμα της μαίας» (ΦΕΚ180 Α΄),
ιστ. Π.Δ.142/2007 περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για το επάγγελμα του ιατρού (ΦΕΚ 181 Α΄),
ιζ. Π.Δ. 143/2007 περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για το επάγγελμα του οδοντιάτρου (ΦΕΚ 182 Α΄) και
ιη. Π.Δ. 144/2007 περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας για το επάγγελμα του φαρμακοποιού (ΦΕΚ 182 Α΄).
4. Όπου στη κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στα ανωτέρω Προεδρικά Διατάγματα λογίζεται αναφορά στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
Όπου στις ανωτέρω αποφάσεις γίνεται αναφορά στις διατάξεις του Π.Δ. 165/2000, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, λογίζεται εφεξής αναφορά στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.
Το παράρτημα V, σημείο 5.7.1, τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μόνο σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 7 του άρθρου 21 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
Η εκ προθέσεως παράβαση των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, επισύρει τις ποινές που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικα.
Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού δύνανται να τροποποιούνται τα παραρτήματα του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 21 παρ. 7 και 58 παρ. 2 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ.
Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος διατάγματος τα κάτωθι παραρτήματα:
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
(βλέπε pdf)
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στην Υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων αναθέτουμε την δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.
Αθήνα, 25 Μαΐου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ