Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3493 - 3528 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επιλεκτικότητα ή εκλεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Selectivity

Μετάφραση: Selectivity
Ελληνικός όρος:
Επιλογή
Αγγλικός όρος:
Selection

Μετάφραση: Selection
Ελληνικός όρος:
Επιλογή του προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Personnel selection

Μετάφραση: Personnel selection
Ελληνικός όρος:
Επίλυση προβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Problem-solving

Μετάφραση: Problem-solving
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση κατά τη θραύση
Αγγλικός όρος:
Elongation at break

Μετάφραση: Elongation at break
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση μετά την ψύξη
Αγγλικός όρος:
Elongation after cooling

Μετάφραση: Elongation after cooling
Ελληνικός όρος:
Επιμόλυνση
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination

Μετάφραση: Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Training

Μετάφραση: Training
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση με στόχο την προσαρμογή στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work adjustment training

Μετάφραση: Work adjustment training
Ελληνικός όρος:
Επινεφρίνη ή αδρεναλίνη
Αγγλικός όρος:
Epinephrine or adrenaline

Μετάφραση: Epinephrine or adrenaline
Ελληνικός όρος:
Επίπεδα πολωμένο φως
Αγγλικός όρος:
Plane polarized

Μετάφραση: Plane polarized
Ελληνικός όρος:
Επίπεδα σιδερωτήρια
Αγγλικός όρος:
Flatwork ironers

Μετάφραση: Flatwork ironers
Ελληνικός όρος:
Επίπεδη γωνία
Αγγλικός όρος:
Plane angle

Μετάφραση: Plane angle
Ελληνικός όρος:
Επίπεδη χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Planar chromatography

Μετάφραση: Planar chromatography
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο
Αγγλικός όρος:
Level

Μετάφραση: Level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing Level, HL

Μετάφραση: Hearing Level, HL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακοής κατωφλίου
Αγγλικός όρος:
Hearing Threshold Level, HTL

Μετάφραση: Hearing Threshold Level, HTL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακτινοβολίας
Αγγλικός όρος:
Radiation level

Μετάφραση: Radiation level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο αξιοπιστίας
Αγγλικός όρος:
Confidence level

Μετάφραση: Confidence level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο δραστηριότητας του χεριού
Αγγλικός όρος:
Hand activity level

Μετάφραση: Hand activity level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working level (WL)

Μετάφραση: Working level (WL)
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο εργασίας μηνών
Αγγλικός όρος:
Working Level Months (WLM)

Μετάφραση: Working Level Months (WLM)
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο με μη παρατηρούμενες αρνητικές συνέπειες
Αγγλικός όρος:
No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL

Μετάφραση: No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL

Μετάφραση: No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο που ενδιαφέρει
Αγγλικός όρος:
Level of interest

Μετάφραση: Level of interest
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο σημαντικότητας
Αγγλικός όρος:
Statistically significant level

Μετάφραση: Statistically significant level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο τομέα ή τομεακό επίπεδο
Αγγλικός όρος:
Sector level

Μετάφραση: Sector level
Ελληνικός όρος:
Επιπεφυκίτιδα
Αγγλικός όρος:
Conjunctivitis

Μετάφραση: Conjunctivitis
Ελληνικός όρος:
Επιπλοκή της αμιάντωσης από τον καρκίνο των βρόγχων
Αγγλικός όρος:
Complication of asbestos in the form of bronchial cancer

Μετάφραση: Complication of asbestos in the form of bronchial cancer
Ελληνικός όρος:
Επιπολασμός
Αγγλικός όρος:
Prevalence

Μετάφραση: Prevalence
Ελληνικός όρος:
Επιπρόσθετος χρόνος
Αγγλικός όρος:
Lead time

Μετάφραση: Lead time
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Effects of accidents

Μετάφραση: Effects of accidents
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις βιομηχανικών ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Effects of industrial accidents

Μετάφραση: Effects of industrial accidents
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις στην υγεία
Αγγλικός όρος:
Health effects

Μετάφραση: Health effects
Ελληνικός όρος:
Επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Implication, incidence

Μετάφραση: Implication, incidence
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση
Αγγλικός όρος:
Label

Μετάφραση: Label

Ακολουθήστε μας