Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3385 - 3420 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική πείρα
Αγγλικός όρος:
Job experience

Μετάφραση: Job experience
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική πληροφόρηση
Αγγλικός όρος:
Vocational information

Μετάφραση: Vocational information
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική υγεία ή εργασιακή υγεία ή υγεία στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational Health

Μετάφραση: Occupational Health
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική υγεία και ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Occupational Health and Safety, OSH

Μετάφραση: Occupational Health and Safety, OSH
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική χρήση
Αγγλικός όρος:
Professional use

Μετάφραση: Professional use
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ψυχολογία
Αγγλικός όρος:
Occupational psychology

Μετάφραση: Occupational psychology
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Occupational accident

Μετάφραση: Occupational accident
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο
Αγγλικός όρος:
Chamber of Small Business and Trade

Μετάφραση: Chamber of Small Business and Trade
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικός
Αγγλικός όρος:
Occupational

Μετάφραση: Occupational
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικός θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Occupational noise

Μετάφραση: Occupational noise
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Occupational hazard

Μετάφραση: Occupational hazard
Ελληνικός όρος:
Επαγρύπνηση
Αγγλικός όρος:
Surveillance

Μετάφραση: Surveillance
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικοί κινητήρες κλωβού
Αγγλικός όρος:
Cage induction motors

Μετάφραση: Cage induction motors
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικώς συζευγμένο πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Inductively coupled plasma, ICP

Μετάφραση: Inductively coupled plasma, ICP
Ελληνικός όρος:
Επαγώμενο πεδίο
Αγγλικός όρος:
Induced field

Μετάφραση: Induced field
Ελληνικός όρος:
Επαλήθευση
Αγγλικός όρος:
Verification

Μετάφραση: Verification
Ελληνικός όρος:
Επαμφοτερίζον
Αγγλικός όρος:
Amphoteric

Μετάφραση: Amphoteric
Ελληνικός όρος:
Επαναδικτύωση
Αγγλικός όρος:
Regrating

Μετάφραση: Regrating
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενες μετρήσεις
Αγγλικός όρος:
Replicate measurements

Μετάφραση: Replicate measurements
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη δόση
Αγγλικός όρος:
Repeated dose toxicity

Μετάφραση: Repeated dose toxicity
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη εργασία
Αγγλικός όρος:
Repetitive work

Μετάφραση: Repetitive work
Ελληνικός όρος:
Επαναλήπτης
Αγγλικός όρος:
Repeater

Μετάφραση: Repeater
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα
Αγγλικός όρος:
Precision, repeatability

Μετάφραση: Precision, repeatability
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα (π.χ. κινήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repetition

Μετάφραση: Repetition
Ελληνικός όρος:
Επανάληψη
Αγγλικός όρος:
Repetition

Μετάφραση: Repetition
Ελληνικός όρος:
Επαναληψιμότητα (π.χ. μετρήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repeatability

Μετάφραση: Repeatability
Ελληνικός όρος:
Επανασχόληση
Αγγλικός όρος:
Re-employability

Μετάφραση: Re-employability
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Reused packaging

Μετάφραση: Reused packaging
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενη μεγάλη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Reused large packaging

Μετάφραση: Reused large packaging
Ελληνικός όρος:
Επανεισαγωγέας
Αγγλικός όρος:
Re-importer

Μετάφραση: Re-importer
Ελληνικός όρος:
Επανεκπαίδευση
Αγγλικός όρος:
Retraining

Μετάφραση: Retraining
Ελληνικός όρος:
Επανένταξη
Αγγλικός όρος:
Re-integration, rehabilitation

Μετάφραση: Re-integration, rehabilitation
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης
Αγγλικός όρος:
Review of classification

Μετάφραση: Review of classification
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης όταν η σύνθεση ενός μείγματος έχει μεταβληθεί
Αγγλικός όρος:
Review of classification where the composition of a mixture has changed

Μετάφραση: Review of classification where the composition of a mixture has changed
Ελληνικός όρος:
Επανισοστάθμιση
Αγγλικός όρος:
Re-leveling

Μετάφραση: Re-leveling
Ελληνικός όρος:
Επάρκεια
Αγγλικός όρος:
Qualification, adequacy

Μετάφραση: Qualification, adequacy

Ακολουθήστε μας