Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3349 - 3384 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός που προορίζεται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες
Αγγλικός όρος:
Equipment intended for use in potentially explosive atmospheres, ATEX

Μετάφραση: Equipment intended for use in potentially explosive atmospheres, ATEX
Ελληνικός όρος:
Εξόρυξη
Αγγλικός όρος:
Quarrying

Μετάφραση: Quarrying
Ελληνικός όρος:
Εξουδετέρωση
Αγγλικός όρος:
Neutralization

Μετάφραση: Neutralization
Ελληνικός όρος:
Εξουδετερωτής pH
Αγγλικός όρος:
pH neutraliser

Μετάφραση: pH neutraliser
Ελληνικός όρος:
Εξουσία
Αγγλικός όρος:
Authority

Μετάφραση: Authority
Ελληνικός όρος:
Εξουσιοδότηση
Αγγλικός όρος:
Authorization

Μετάφραση: Authorization
Ελληνικός όρος:
Εξυγίανση
Αγγλικός όρος:
Drainage

Μετάφραση: Drainage
Ελληνικός όρος:
Εξυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Hexylene glycol

Μετάφραση: Hexylene glycol
Ελληνικός όρος:
Εξύλιο
Αγγλικός όρος:
Hexyl

Μετάφραση: Hexyl
Ελληνικός όρος:
Εξυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Hexyllithium

Μετάφραση: Hexyllithium
Ελληνικός όρος:
Εξυλορεσορκινόλη
Αγγλικός όρος:
Exylresorcinol

Μετάφραση: Exylresorcinol
Ελληνικός όρος:
Εξυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Hexyl chloride

Μετάφραση: Hexyl chloride
Ελληνικός όρος:
Εξωγενείς αλλεργικές κυψελίτιδες
Αγγλικός όρος:
Extrinsic allergic alveolites

Μετάφραση: Extrinsic allergic alveolites
Ελληνικός όρος:
Εξώθερμη αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Exothermic reaction

Μετάφραση: Exothermic reaction
Ελληνικός όρος:
Εξωθητήρας
Αγγλικός όρος:
Extruder

Μετάφραση: Extruder
Ελληνικός όρος:
Εξωτερική δειγματοληψία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Audit sample

Μετάφραση: Audit sample
Ελληνικός όρος:
Εξωτερική εγκυρότητα
Αγγλικός όρος:
External validity

Μετάφραση: External validity
Ελληνικός όρος:
Εξωτερική επίδραση
Αγγλικός όρος:
External influence

Μετάφραση: External influence
Ελληνικός όρος:
Εξωτερική συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Outer packaging, outside packaging

Μετάφραση: Outer packaging, outside packaging
Ελληνικός όρος:
Επάγγελμα
Αγγλικός όρος:
Occupation

Μετάφραση: Occupation
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματίας αναπλήρωσης περιεκτών
Αγγλικός όρος:
Re-filler

Μετάφραση: Re-filler
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματικές οργανώσεις
Αγγλικός όρος:
Professional corporations

Μετάφραση: Professional corporations
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ανασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Job insecurity

Μετάφραση: Job insecurity
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ανέλιξη
Αγγλικός όρος:
Career development

Μετάφραση: Career development
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ασθένεια
Αγγλικός όρος:
Occupational disease

Μετάφραση: Occupational disease
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Occupational safety

Μετάφραση: Occupational safety
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική αυτονομία
Αγγλικός όρος:
Professional autonomy

Μετάφραση: Professional autonomy
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική βαρηκοΐα
Αγγλικός όρος:
Occupational hearing loss

Μετάφραση: Occupational hearing loss
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure, job exposure

Μετάφραση: Occupational exposure, job exposure
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική εκπαίδευση
Αγγλικός όρος:
Professional education, vocational education

Μετάφραση: Professional education, vocational education
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ένταξη
Αγγλικός όρος:
Occupational integration

Μετάφραση: Occupational integration
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική εξουθένωση
Αγγλικός όρος:
Burnout

Μετάφραση: Burnout
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική ικανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Occupational satisfaction, job satisfaction

Μετάφραση: Occupational satisfaction, job satisfaction
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική κατάρτιση
Αγγλικός όρος:
Vocational training

Μετάφραση: Vocational training
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Occupational status

Μετάφραση: Occupational status
Ελληνικός όρος:
Επαγγελματική κινητικότητα
Αγγλικός όρος:
Occupational mobility

Μετάφραση: Occupational mobility

Ακολουθήστε μας