Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3205 - 3240 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ενεργός άνθρακας
Αγγλικός όρος:
Activated carbon

Μετάφραση: Activated carbon
Ελληνικός όρος:
Ενεργός Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET

Μετάφραση: Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Ενεργότητα
Αγγλικός όρος:
Activity

Μετάφραση: Activity
Ελληνικός όρος:
Ένεση
Αγγλικός όρος:
Injection

Μετάφραση: Injection
Ελληνικός όρος:
Ένζυμο
Αγγλικός όρος:
Enzyme

Μετάφραση: Enzyme
Ελληνικός όρος:
Ενήλικος
Αγγλικός όρος:
Adult

Μετάφραση: Adult
Ελληνικός όρος:
Ενημερωτική πύλη για την εφαρμογή του κανονισμού REACH
Αγγλικός όρος:
REACH Information Portal for Enforcement, RIPE

Μετάφραση: REACH Information Portal for Enforcement, RIPE
Ελληνικός όρος:
Ενιαίο Σύστημα Πληροφοριών για το Περιβάλλον (ΕΣΠΠ)
Αγγλικός όρος:
Shared Environmental Information System (SEIS)

Μετάφραση: Shared Environmental Information System (SEIS)
Ελληνικός όρος:
Ενιαίοι κανόνες για τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Uniform rules concerning the contract for international carriage of goods by rail (CIM)

Μετάφραση: Uniform rules concerning the contract for international carriage of goods by rail (CIM)
Ελληνικός όρος:
Ενισχυμένο
Αγγλικός όρος:
Doped

Μετάφραση: Doped
Ελληνικός όρος:
Ενισχυμένο πλαστικό
Αγγλικός όρος:
Reinforced plastic

Μετάφραση: Reinforced plastic
Ελληνικός όρος:
Ενίσχυση σε εσωτερικό χώρο
Αγγλικός όρος:
Room amplification

Μετάφραση: Room amplification
Ελληνικός όρος:
Εννεαένιο
Αγγλικός όρος:
Nonene

Μετάφραση: Nonene
Ελληνικός όρος:
Εννεάνιο
Αγγλικός όρος:
Nonane

Μετάφραση: Nonane
Ελληνικός όρος:
Εννεΐνιο
Αγγλικός όρος:
Nonyne

Μετάφραση: Nonyne
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl alcohol

Μετάφραση: Nonyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Εννεΰλιο
Αγγλικός όρος:
Nonyl

Μετάφραση: Nonyl
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Nonyl acetate

Μετάφραση: Nonyl acetate
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol

Μετάφραση: Nonyl phenol
Ελληνικός όρος:
Ενόλη
Αγγλικός όρος:
Enol

Μετάφραση: Enol
Ελληνικός όρος:
Ενοποιημένα πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Unified standards

Μετάφραση: Unified standards
Ελληνικός όρος:
Ενόργανος
Αγγλικός όρος:
Instrumental

Μετάφραση: Instrumental
Ελληνικός όρος:
Ένσταση
Αγγλικός όρος:
Appeal

Μετάφραση: Appeal
Ελληνικός όρος:
Ενσωματωμένο σύστημα διάγνωσης
Αγγλικός όρος:
On board diagnostics, OBD

Μετάφραση: On board diagnostics, OBD
Ελληνικός όρος:
Ενσωματωμένος φωτισμός μηχανών
Αγγλικός όρος:
Integral lighting of machines

Μετάφραση: Integral lighting of machines
Ελληνικός όρος:
Ενσωματώνω
Αγγλικός όρος:
Incorporate

Μετάφραση: Incorporate
Ελληνικός όρος:
Ενσωμάτωση σε παρασκεύασμα
Αγγλικός όρος:
Formulation

Μετάφραση: Formulation
Ελληνικός όρος:
Ένταξη (μιας διάστασης στην οικεία κοινοτική πολιτική)
Αγγλικός όρος:
Mainstreaming

Μετάφραση: Mainstreaming
Ελληνικός όρος:
Ένταση
Αγγλικός όρος:
Intensity

Μετάφραση: Intensity
Ελληνικός όρος:
Ένταση απορρόφησης
Αγγλικός όρος:
Intensity of absorption

Μετάφραση: Intensity of absorption
Ελληνικός όρος:
Ένταση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Intensity of work

Μετάφραση: Intensity of work
Ελληνικός όρος:
Ένταση ηλεκτρικού πεδίου
Αγγλικός όρος:
Electric field strength

Μετάφραση: Electric field strength
Ελληνικός όρος:
Ένταση ηλεκτρικού ρεύματος
Αγγλικός όρος:
Electric current

Μετάφραση: Electric current
Ελληνικός όρος:
Ένταση ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound intensity

Μετάφραση: Sound intensity
Ελληνικός όρος:
Ένταση μαγνητικού πεδίου
Αγγλικός όρος:
Magnetic field strength

Μετάφραση: Magnetic field strength
Ελληνικός όρος:
Έντερα
Αγγλικός όρος:
Intestines

Μετάφραση: Intestines

Ακολουθήστε μας