Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3169 - 3204 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εναρμονισμένα πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Harmonized Standards

Μετάφραση: Harmonized Standards
Ελληνικός όρος:
Ενδείκτης
Αγγλικός όρος:
Gause

Μετάφραση: Gause
Ελληνικός όρος:
Ενδεικτικά όργανα
Αγγλικός όρος:
Displays

Μετάφραση: Displays
Ελληνικός όρος:
Ενδείξεις κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Indications of danger

Μετάφραση: Indications of danger
Ελληνικός όρος:
Ένδειξη (οργάνου)
Αγγλικός όρος:
Reading

Μετάφραση: Reading
Ελληνικός όρος:
Ενδεκάνιο
Αγγλικός όρος:
Undecane

Μετάφραση: Undecane
Ελληνικός όρος:
Ενδεκανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Undecanoic acid

Μετάφραση: Undecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Ενδεκένιο
Αγγλικός όρος:
Undecene

Μετάφραση: Undecene
Ελληνικός όρος:
Ενδεκυλαλκοόλη ή ενδεκανόλη
Αγγλικός όρος:
Undecyl alcohol or undecanol

Μετάφραση: Undecyl alcohol or undecanol
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεση επαναληψιμότητα
Αγγλικός όρος:
Intermediate precision

Μετάφραση: Intermediate precision
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεση συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Intermediate packaging

Μετάφραση: Intermediate packaging
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο
Αγγλικός όρος:
Intermediate

Μετάφραση: Intermediate
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο για διαρρηκτική εκρηκτική ύλη
Αγγλικός όρος:
Intermediate for blasting explosives

Μετάφραση: Intermediate for blasting explosives
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεσο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Intermediate

Μετάφραση: Intermediate
Ελληνικός όρος:
Ενδιαφερόμενο κοινό
Αγγλικός όρος:
The public concerned

Μετάφραση: The public concerned
Ελληνικός όρος:
Ενδιαφερόμενο μέρος
Αγγλικός όρος:
Interested party

Μετάφραση: Interested party
Ελληνικός όρος:
Ενδοεργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Within-laboratory reproducidility

Μετάφραση: Within-laboratory reproducidility
Ελληνικός όρος:
Ενδόθερμη αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Endothermic reaction

Μετάφραση: Endothermic reaction
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινής διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Endocrine disruption

Μετάφραση: Endocrine disruption
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Endocrine toxicology

Μετάφραση: Endocrine toxicology
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινικοί διαταράκτες
Αγγλικός όρος:
Endocrine disrupters or endocrine disruptors

Μετάφραση: Endocrine disrupters or endocrine disruptors
Ελληνικός όρος:
Ενδοκρινολογικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Endocrinological disorders

Μετάφραση: Endocrinological disorders
Ελληνικός όρος:
Ενδοπλασματικό δίκτυο
Αγγλικός όρος:
Endoplasmic reticulum

Μετάφραση: Endoplasmic reticulum
Ελληνικός όρος:
Ενδοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Endoscopy

Μετάφραση: Endoscopy
Ελληνικός όρος:
Ενδοσουλφάν
Αγγλικός όρος:
Endosuflan

Μετάφραση: Endosuflan
Ελληνικός όρος:
Ενδοτοξίνες
Αγγλικός όρος:
Endotoxins

Μετάφραση: Endotoxins
Ελληνικός όρος:
Ενδρίνη
Αγγλικός όρος:
Endrin

Μετάφραση: Endrin
Ελληνικός όρος:
Ενδυμασία υψηλής ευκρίνειας
Αγγλικός όρος:
Visibility clothing

Μετάφραση: Visibility clothing
Ελληνικός όρος:
Ενεδιόλη
Αγγλικός όρος:
Enediol

Μετάφραση: Enediol
Ελληνικός όρος:
Ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Energy

Μετάφραση: Energy
Ελληνικός όρος:
Ενεργειακό περιεχόμενο
Αγγλικός όρος:
Energy content

Μετάφραση: Energy content
Ελληνικός όρος:
Ενέργειες προώθησης της υγείας στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Health promotion activities at the workplace

Μετάφραση: Health promotion activities at the workplace
Ελληνικός όρος:
Ενεργές πηγές ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Effective source of ignition

Μετάφραση: Effective source of ignition
Ελληνικός όρος:
Ενεργές χρωστικές τριαζίνης
Αγγλικός όρος:
Reactive triazine dyes

Μετάφραση: Reactive triazine dyes
Ελληνικός όρος:
Ενεργοποιημένος
Αγγλικός όρος:
Activated

Μετάφραση: Activated
Ελληνικός όρος:
Ενεργοποιώ
Αγγλικός όρος:
Activate

Μετάφραση: Activate

Ακολουθήστε μας