Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3025 - 3060 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εκτόνωση της πίεσης έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Explosion relief

Μετάφραση: Explosion relief
Ελληνικός όρος:
Εκτός άλλως οριζόμενο
Αγγλικός όρος:
Not otherwise specified

Μετάφραση: Not otherwise specified
Ελληνικός όρος:
Εκτρεπόμενη παρατήρηση
Αγγλικός όρος:
Outlying observation

Μετάφραση: Outlying observation
Ελληνικός όρος:
Εκτρεπόμενη τιμή ή άστοχη τιμή
Αγγλικός όρος:
Outlier

Μετάφραση: Outlier
Ελληνικός όρος:
Εκτυπωτής
Αγγλικός όρος:
Printer

Μετάφραση: Printer
Ελληνικός όρος:
Εκτυπωτής γραμμών
Αγγλικός όρος:
Line printer

Μετάφραση: Line printer
Ελληνικός όρος:
Εκφοβισμός (εργαζομένου)
Αγγλικός όρος:
Bullying, mobbing

Μετάφραση: Bullying, mobbing
Ελληνικός όρος:
Εκφόρτιση
Αγγλικός όρος:
Discharge

Μετάφραση: Discharge
Ελληνικός όρος:
Εκφόρτωση
Αγγλικός όρος:
Unloading

Μετάφραση: Unloading
Ελληνικός όρος:
Εκφορτωτής
Αγγλικός όρος:
Unloader

Μετάφραση: Unloader
Ελληνικός όρος:
Εκχύλισμα
Αγγλικός όρος:
Extract

Μετάφραση: Extract
Ελληνικός όρος:
Έλαια διασποράς
Αγγλικός όρος:
Disperse oil

Μετάφραση: Disperse oil
Ελληνικός όρος:
Έλαια υδροσυλλεκτών πλοίων
Αγγλικός όρος:
Bilge oils

Μετάφραση: Bilge oils
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκή αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Oley alcohol, cis-9-octadecen-1-ol

Μετάφραση: Oley alcohol, cis-9-octadecen-1-ol
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium oleate

Μετάφραση: Potassium oleate
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium oleate

Μετάφραση: Sodium oleate
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Oleic acid, cis-9-octadecenoic acid

Μετάφραση: Oleic acid, cis-9-octadecenoic acid
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl oleate, methyl cis-9-octadecenoate

Μετάφραση: Methyl oleate, methyl cis-9-octadecenoate
Ελληνικός όρος:
Έλαιο κιτρονέλλας
Αγγλικός όρος:
Citronella oil

Μετάφραση: Citronella oil
Ελληνικός όρος:
Έλαιο μοσχοκάρυδου
Αγγλικός όρος:
Oil of nutmeg, isoeugenol

Μετάφραση: Oil of nutmeg, isoeugenol
Ελληνικός όρος:
Έλαιο φοινικοκαρύου
Αγγλικός όρος:
Palm kernel oil

Μετάφραση: Palm kernel oil
Ελληνικός όρος:
Έλαση ή εξέλαση ή κυλινδροποίηση
Αγγλικός όρος:
Rolling

Μετάφραση: Rolling
Ελληνικός όρος:
Έλασμα
Αγγλικός όρος:
Foil

Μετάφραση: Foil
Ελληνικός όρος:
Ελάσματα
Αγγλικός όρος:
Lamellae

Μετάφραση: Lamellae
Ελληνικός όρος:
Ελασματοποίηση (επένδυση)
Αγγλικός όρος:
Laminating

Μετάφραση: Laminating
Ελληνικός όρος:
Ελάσσων αλλαγή
Αγγλικός όρος:
Minor change

Μετάφραση: Minor change
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό
Αγγλικός όρος:
Rubber

Μετάφραση: Rubber
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Resilient material

Μετάφραση: Resilient material
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό ωράριο
Αγγλικός όρος:
Flexible working hours

Μετάφραση: Flexible working hours
Ελληνικός όρος:
Ελαστικοποίηση
Αγγλικός όρος:
Rubber-facing

Μετάφραση: Rubber-facing
Ελληνικός όρος:
Ελαστικότητα
Αγγλικός όρος:
Elasticity

Μετάφραση: Elasticity
Ελληνικός όρος:
Ελαστικοφόρος μηχανή
Αγγλικός όρος:
Rubber-tyred machine

Μετάφραση: Rubber-tyred machine
Ελληνικός όρος:
Ελαστίνη
Αγγλικός όρος:
Elastin

Μετάφραση: Elastin
Ελληνικός όρος:
Ελατήριο
Αγγλικός όρος:
Spring

Μετάφραση: Spring
Ελληνικός όρος:
Ελάττωση δυναμικότητας πηγής διαρροής
Αγγλικός όρος:
Decrease pollution source strength

Μετάφραση: Decrease pollution source strength
Ελληνικός όρος:
Ελαφρά ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Minor accidents

Μετάφραση: Minor accidents

Ακολουθήστε μας