Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 2881 - 2916 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εθνικό επίπεδο
Αγγλικός όρος:
National level

Μετάφραση: National level
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Αγγλικός όρος:
National Hellenic Research Foundation, NHRF

Μετάφραση: National Hellenic Research Foundation, NHRF
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Αμερικανικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
American National Standards Institution, ANSI

Μετάφραση: American National Standards Institution, ANSI
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Institute for Occupational Safety and Health, NIOSH

Μετάφραση: National Institute for Occupational Safety and Health, NIOSH
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Ασφάλειας και Πρόληψης (Ιταλία)
Αγγλικός όρος:
National Institute of Occupational Safety and Prevention (Italy)

Μετάφραση: National Institute of Occupational Safety and Prevention (Italy)
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας και Ασφάλειας (Γαλλία)
Αγγλικός όρος:
National Research and Safety Institute, INRS

Μετάφραση: National Research and Safety Institute, INRS
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
Αγγλικός όρος:
National Centre for Scientific Research "Demokritos"

Μετάφραση: National Centre for Scientific Research "Demokritos"
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Αγγλικός όρος:
National Documentation Centre

Μετάφραση: National Documentation Centre
Ελληνικός όρος:
Εθνικό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
National standard

Μετάφραση: National standard
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Σύστημα Υγείας
Αγγλικός όρος:
Greek National Health System

Μετάφραση: Greek National Health System
Ελληνικός όρος:
Εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
National contingency plan, NCP

Μετάφραση: National contingency plan, NCP
Ελληνικός όρος:
Εθνικοί οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
National organisations

Μετάφραση: National organisations
Ελληνικός όρος:
Εθνικός σύνδεσμος καταπολέμησης της ρύπανσης (ΕΣΚΡ)
Αγγλικός όρος:
National On-Scene Commander, NOSC

Μετάφραση: National On-Scene Commander, NOSC
Ελληνικός όρος:
Ειδικά όρια συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Specific concentration limits

Μετάφραση: Specific concentration limits
Ελληνικός όρος:
Ειδικές διατάξεις
Αγγλικός όρος:
Special provisions

Μετάφραση: Special provisions
Ελληνικός όρος:
Ειδικές ενδείξεις εμπιστευτικότητας και κανονιστικού σκοπού
Αγγλικός όρος:
Confidentiality and regulatory purpose flags

Μετάφραση: Confidentiality and regulatory purpose flags
Ελληνικός όρος:
Ειδικευμένοι εμπειρογνώμονες
Αγγλικός όρος:
Qualified experts

Μετάφραση: Qualified experts
Ελληνικός όρος:
Ειδικευμένος εργάτης
Αγγλικός όρος:
Skilled worker

Μετάφραση: Skilled worker
Ελληνικός όρος:
Ειδική αιτία
Αγγλικός όρος:
Special cause

Μετάφραση: Special cause
Ελληνικός όρος:
Ειδική αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Resistivity

Μετάφραση: Resistivity
Ελληνικός όρος:
Ειδική απορρόφηση ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Specific energy absorption

Μετάφραση: Specific energy absorption
Ελληνικός όρος:
Ειδική απορροφητικότητα
Αγγλικός όρος:
Specific absorptivity

Μετάφραση: Specific absorptivity
Ελληνικός όρος:
Ειδική γραμμομοριακή απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Specific molar absorbance

Μετάφραση: Specific molar absorbance
Ελληνικός όρος:
Ειδική δραστικότητα ραδιονουκλειδίου
Αγγλικός όρος:
Specific activity of a radionuclide

Μετάφραση: Specific activity of a radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ειδική Εθνική Συνθήκη
Αγγλικός όρος:
Special National Condition

Μετάφραση: Special National Condition
Ελληνικός όρος:
Ειδική ένδειξη επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Purpose flag

Μετάφραση: Purpose flag
Ελληνικός όρος:
Ειδική ενεργότητα ραδιονουκλεϊδίου
Αγγλικός όρος:
Specific activity of a radionuclide

Μετάφραση: Specific activity of a radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ειδική Επιστημονική Ομάδα
Αγγλικός όρος:
Scientific Expert Group

Μετάφραση: Scientific Expert Group
Ελληνικός όρος:
Ειδική θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Specific heat

Μετάφραση: Specific heat
Ελληνικός όρος:
Ειδική θερμότητα καύσης
Αγγλικός όρος:
Specific heat of combustion

Μετάφραση: Specific heat of combustion
Ελληνικός όρος:
Ειδική Ολλανδική Επιτροπή για τα Επαγγελματικά Πρότυπα (Κάτω Χώρες)
Αγγλικός όρος:
Dutch Expert Committee on Occupational Standards (The Netherlands)

Μετάφραση: Dutch Expert Committee on Occupational Standards (The Netherlands)
Ελληνικός όρος:
Ειδική Ομάδα Εργασίας για τα Πρότυπα Έκθεσης (Αυστραλία)
Αγγλικός όρος:
Exposure Standards Expert Working Group (Australia)

Μετάφραση: Exposure Standards Expert Working Group (Australia)
Ελληνικός όρος:
Ειδική στροφή
Αγγλικός όρος:
Specific rotation

Μετάφραση: Specific rotation
Ελληνικός όρος:
Ειδική ταξινόμηση των οργανικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Special classification for organic substances

Μετάφραση: Special classification for organic substances
Ελληνικός όρος:
Ειδική τοξικότητα σε όργανα στόχους
Αγγλικός όρος:
Specific target organ toxicity (STOT)

Μετάφραση: Specific target organ toxicity (STOT)
Ελληνικός όρος:
Ειδική τοξικότητα στα όργανα- στόχους ύστερα από επανειλημμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Specific target organ toxicity — repeated exposure

Μετάφραση: Specific target organ toxicity — repeated exposure

Ακολουθήστε μας