Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 2773 - 2808 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δραστικότητα
Αγγλικός όρος:
Reactivity

Μετάφραση: Reactivity
Ελληνικός όρος:
Δρομέας
Αγγλικός όρος:
Rotor

Μετάφραση: Rotor
Ελληνικός όρος:
Δρύς ή βελανιδιά
Αγγλικός όρος:
Oak

Μετάφραση: Oak
Ελληνικός όρος:
Δυαδικός αριθμός
Αγγλικός όρος:
Binary number

Μετάφραση: Binary number
Ελληνικός όρος:
Δυνάμεις επίτευξης
Αγγλικός όρος:
Enablers

Μετάφραση: Enablers
Ελληνικός όρος:
Δύναμη
Αγγλικός όρος:
Force

Μετάφραση: Force
Ελληνικός όρος:
Δύναμη δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Power of test

Μετάφραση: Power of test
Ελληνικός όρος:
Δύναμη ζεύξης
Αγγλικός όρος:
Clamping force

Μετάφραση: Clamping force
Ελληνικός όρος:
Δυναμικά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Powered tools

Μετάφραση: Powered tools
Ελληνικός όρος:
Δυναμική ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Potential energy

Μετάφραση: Potential energy
Ελληνικός όρος:
Δυναμική περιοχή (της μεθόδου)
Αγγλικός όρος:
Dynamic range

Μετάφραση: Dynamic range
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό
Αγγλικός όρος:
Potential

Μετάφραση: Potential
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό αναγωγής
Αγγλικός όρος:
Reduction potential

Μετάφραση: Reduction potential
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό ιξώδες
Αγγλικός όρος:
Dynamic viscosity

Μετάφραση: Dynamic viscosity
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό ιονισμού
Αγγλικός όρος:
Ionization potential

Μετάφραση: Ionization potential
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό καταστροφής του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Substance Hazardous to the Ozone Layer, ODP

Μετάφραση: Substance Hazardous to the Ozone Layer, ODP
Ελληνικός όρος:
Δυναμικό οξείδωσης
Αγγλικός όρος:
Oxidation potential

Μετάφραση: Oxidation potential
Ελληνικός όρος:
Δυνατότητα κατανόησης
Αγγλικός όρος:
Intelligibility

Μετάφραση: Intelligibility
Ελληνικός όρος:
Δυνατότητα συντήρησης
Αγγλικός όρος:
Maintainability

Μετάφραση: Maintainability
Ελληνικός όρος:
Δυνατότητες απόσυρσης
Αγγλικός όρος:
Opt-out possibilities

Μετάφραση: Opt-out possibilities
Ελληνικός όρος:
Δυνατότητες εξέλιξης
Αγγλικός όρος:
Possibilities of development

Μετάφραση: Possibilities of development
Ελληνικός όρος:
Δυνητικά εκρηκτικές ατμόσφαιρες
Αγγλικός όρος:
Potentially explosive atmospheres

Μετάφραση: Potentially explosive atmospheres
Ελληνικός όρος:
Δυνητική βιοσυσσώρευση
Αγγλικός όρος:
Potential for bioaccumulation

Μετάφραση: Potential for bioaccumulation
Ελληνικός όρος:
Δυνητικός καταχωρίζων
Αγγλικός όρος:
Potential resistant

Μετάφραση: Potential resistant
Ελληνικός όρος:
Δυνητικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Potential hazard

Μετάφραση: Potential hazard
Ελληνικός όρος:
Δυνητικώς επικίνδυνα βιομηχανικά χημικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Potentially hazardous industrial chemicals

Μετάφραση: Potentially hazardous industrial chemicals
Ελληνικός όρος:
Δυπνόνη
Αγγλικός όρος:
Dypnone

Μετάφραση: Dypnone
Ελληνικός όρος:
Δυσανεξία
Αγγλικός όρος:
Intolerance

Μετάφραση: Intolerance
Ελληνικός όρος:
Δυσκοιλιότητα
Αγγλικός όρος:
Constipation

Μετάφραση: Constipation
Ελληνικός όρος:
Δυσπεψία
Αγγλικός όρος:
Dyspepsia

Μετάφραση: Dyspepsia
Ελληνικός όρος:
Δύσπνοια
Αγγλικός όρος:
Dyspnea

Μετάφραση: Dyspnea
Ελληνικός όρος:
Δυσπρόσιο
Αγγλικός όρος:
Dysprosium, Dy

Μετάφραση: Dysprosium, Dy
Ελληνικός όρος:
Δυσφορία προσώπων
Αγγλικός όρος:
Discomfort to persons

Μετάφραση: Discomfort to persons
Ελληνικός όρος:
Δωδεκάνιο
Αγγλικός όρος:
Dodecane

Μετάφραση: Dodecane
Ελληνικός όρος:
Δωδεκανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Lauric acid, dodecanoic acid

Μετάφραση: Lauric acid, dodecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Δωδεκανοϊκός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl laurate, methyl dodecanoate

Μετάφραση: Methyl laurate, methyl dodecanoate

Ακολουθήστε μας