Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 2809 - 2844 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Δωδεκανόλη 1-
Αγγλικός όρος:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol

Μετάφραση: Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκένιο
Αγγλικός όρος:
Dodecene

Μετάφραση: Dodecene
Ελληνικός όρος:
Δωδεκίνιο
Αγγλικός όρος:
Dodecyne

Μετάφραση: Dodecyne
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl alcohol

Μετάφραση: Dodecyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium lauryl ether sulphate

Μετάφραση: Potassium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium lauryl ether sulphate

Μετάφραση: Sodium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl phenol

Μετάφραση: Dodecyl phenol
Ελληνικός όρος:
Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
If eye irritation persists

Μετάφραση: If eye irritation persists
Ελληνικός όρος:
Εάν εμφανιστεί εξάνθημα
Αγγλικός όρος:
If rash occurs

Μετάφραση: If rash occurs
Ελληνικός όρος:
Εάν ζητήσετε ιατρική συμβουλή, να έχετε μαζί σας τον περιέκτη του προϊόντος ή την ετικέτα
Αγγλικός όρος:
If medical advice is needed, have product container or label at hand

Μετάφραση: If medical advice is needed, have product container or label at hand
Ελληνικός όρος:
Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing

Μετάφραση: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Ελληνικός όρος:
Εάν παρατηρηθεί ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
If skin irritation occurs

Μετάφραση: If skin irritation occurs
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms

Μετάφραση: If experiencing respiratory symptoms
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα: Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician

Μετάφραση: If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Εάν το νερό αυξάνει τον κίνδυνο, προστίθεται…
Αγγλικός όρος:
If water increases risk, add…

Μετάφραση: If water increases risk, add…
Ελληνικός όρος:
Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε
Αγγλικός όρος:
Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing

Μετάφραση: Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing
Ελληνικός όρος:
Εγγενείς ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Intrinsic properties

Μετάφραση: Intrinsic properties
Ελληνικός όρος:
Εγγενής ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Intrinsic safety

Μετάφραση: Intrinsic safety
Ελληνικός όρος:
Εγγενώς ασφαλής μηχανή
Αγγλικός όρος:
Intrinsically safe apparatus

Μετάφραση: Intrinsically safe apparatus
Ελληνικός όρος:
Έγγραφα εναρμόνισης
Αγγλικός όρος:
Harmonization Documents, HD

Μετάφραση: Harmonization Documents, HD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference Document, RD

Μετάφραση: Reference Document, RD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transport document

Μετάφραση: Transport document
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο πρόσβασης
Αγγλικός όρος:
Letter of access

Μετάφραση: Letter of access
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο τεχνικών οδηγιών
Αγγλικός όρος:
Technical Guidance Document, TGD

Μετάφραση: Technical Guidance Document, TGD
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιοι κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Transversal risks

Μετάφραση: Transversal risks
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιος
Αγγλικός όρος:
Transversal

Μετάφραση: Transversal
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανακύκλωσης απορριμμάτων βιομηχανίας κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Recycling plants in the construction industry

Μετάφραση: Recycling plants in the construction industry
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας
Αγγλικός όρος:
Offshore installations

Μετάφραση: Offshore installations
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις εν λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Operating plant

Μετάφραση: Operating plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης
Αγγλικός όρος:
Coke ovens

Μετάφραση: Coke ovens
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation, plant, site

Μετάφραση: Installation, plant, site
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση θέρμανσης
Αγγλικός όρος:
Heating installation

Μετάφραση: Heating installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση καύσης
Αγγλικός όρος:
Combustion installation

Μετάφραση: Combustion installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση παραγωγής αδρανούς αερίου
Αγγλικός όρος:
Inert gas plant

Μετάφραση: Inert gas plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάτες υδρορροών
Αγγλικός όρος:
Guttering installers

Μετάφραση: Guttering installers
Ελληνικός όρος:
Έγκαυμα
Αγγλικός όρος:
Burn

Μετάφραση: Burn

Ακολουθήστε μας