Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 3529 - 3564 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση (π.χ. χημικών ουσιών)
Αγγλικός όρος:
Labelling

Μετάφραση: Labelling
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση σκοπού
Αγγλικός όρος:
Purpose flag

Μετάφραση: Purpose flag
Ελληνικός όρος:
Επισημασμένος
Αγγλικός όρος:
Labeled

Μετάφραση: Labeled
Ελληνικός όρος:
Επισκέπτης
Αγγλικός όρος:
Visitor

Μετάφραση: Visitor
Ελληνικός όρος:
Επισκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Repaired IBC

Μετάφραση: Repaired IBC
Ελληνικός όρος:
Επισκευή
Αγγλικός όρος:
Repair

Μετάφραση: Repair
Ελληνικός όρος:
Επισκεφθείτε γιατρό
Αγγλικός όρος:
Get medical advice/attention

Μετάφραση: Get medical advice/attention
Ελληνικός όρος:
Επισκόπηση
Αγγλικός όρος:
Overview

Μετάφραση: Overview
Ελληνικός όρος:
Επιστάτης
Αγγλικός όρος:
Caretaker

Μετάφραση: Caretaker
Ελληνικός όρος:
Επιστημονικές αρχές
Αγγλικός όρος:
Scientific principles

Μετάφραση: Scientific principles
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική απόδειξη
Αγγλικός όρος:
Scientific evidence

Μετάφραση: Scientific evidence
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για τα Όρια Επαγγελματικής Έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Occupational Exposure Limits (EU)

Μετάφραση: Scientific Committee on Occupational Exposure Limits (EU)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον της Επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Toxicology, Ecotoxicology and Environment (SCTEE)

Μετάφραση: Scientific Committee on Toxicology, Ecotoxicology and Environment (SCTEE)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για την Υγεία και τους Περιβαλλοντικούς Κινδύνους
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Health and Environmental Risks (SCHER)

Μετάφραση: Scientific Committee on Health and Environmental Risks (SCHER)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη
Αγγλικός όρος:
Scientific research and development

Μετάφραση: Scientific research and development
Ελληνικός όρος:
Επιστημονικός κλάδος
Αγγλικός όρος:
Discipline

Μετάφραση: Discipline
Ελληνικός όρος:
Επίστρωμα (βαφής)
Αγγλικός όρος:
Surface coating

Μετάφραση: Surface coating
Ελληνικός όρος:
Επίστρωση
Αγγλικός όρος:
Laying

Μετάφραση: Laying
Ελληνικός όρος:
Επιστρωτικά αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Sanding sealers

Μετάφραση: Sanding sealers
Ελληνικός όρος:
Επισφαλείς συνθήκες, ανασφαλείς συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Unsafe conditions

Μετάφραση: Unsafe conditions
Ελληνικός όρος:
Επιτάχυνση
Αγγλικός όρος:
Acceleration

Μετάφραση: Acceleration
Ελληνικός όρος:
Επιταχυντής
Αγγλικός όρος:
Accelerator

Μετάφραση: Accelerator
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Monitoring, surveillance

Μετάφραση: Monitoring, surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση (π.χ. ιατρική)
Αγγλικός όρος:
Surveillance

Μετάφραση: Surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality surveillance

Μετάφραση: Quality surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health surveillance

Μετάφραση: Health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της υγείας στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational health surveillance

Μετάφραση: Occupational health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτόπια επαλήθευση
Αγγλικός όρος:
On-site verification

Μετάφραση: On-site verification
Ελληνικός όρος:
Επιτόπια συνοπτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Survey method in situ

Μετάφραση: Survey method in situ
Ελληνικός όρος:
Επιτόπου
Αγγλικός όρος:
In situ

Μετάφραση: In situ
Ελληνικός όρος:
Επιτρεπόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Permitted limit

Μετάφραση: Permitted limit
Ελληνικός όρος:
Επιτροπές προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Professional staff committees

Μετάφραση: Professional staff committees
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Committee, commission

Μετάφραση: Committee, commission
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή Ανώτερων Επιθεωρητών Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Senior Labour Inspectors Committee (SLIC)

Μετάφραση: Senior Labour Inspectors Committee (SLIC)
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή Αξιολόγησης Κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Risk Assessment Committee (RAC)

Μετάφραση: Risk Assessment Committee (RAC)
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή για την Προστασία της Εργασίας και την Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Commission for Occupational Health and Safety and Standardization

Μετάφραση: Commission for Occupational Health and Safety and Standardization

Ακολουθήστε μας