Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Πετρελαιοκηλίδες
Αγγλικός όρος:
Oil spills

Μετάφραση: Oil spills
Ελληνικός όρος:
Πετρελαιοφόρο
Αγγλικός όρος:
Oil tanker

Μετάφραση: Oil tanker
Ελληνικός όρος:
Πετροβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Rockwool

Μετάφραση: Rockwool
Ελληνικός όρος:
Πευκέλαιο
Αγγλικός όρος:
Pine oil

Μετάφραση: Pine oil
Ελληνικός όρος:
Πηγή ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Ignition source

Μετάφραση: Ignition source
Ελληνικός όρος:
Πηγή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data source

Μετάφραση: Data source
Ελληνικός όρος:
Πηγή ηλεκτρονίων
Αγγλικός όρος:
Source of electron

Μετάφραση: Source of electron
Ελληνικός όρος:
Πηγή πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
Information source

Μετάφραση: Information source
Ελληνικός όρος:
Πηγούνι
Αγγλικός όρος:
Chin

Μετάφραση: Chin
Ελληνικός όρος:
Πηκτικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Coagulant

Μετάφραση: Coagulant
Ελληνικός όρος:
Πηκτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Pectic acid

Μετάφραση: Pectic acid
Ελληνικός όρος:
Πηκτίνη
Αγγλικός όρος:
Pectin

Μετάφραση: Pectin
Ελληνικός όρος:
Πηλίκο διαγωνίων γινομένων
Αγγλικός όρος:
Odds ratio

Μετάφραση: Odds ratio
Ελληνικός όρος:
Πηνίο
Αγγλικός όρος:
Coil

Μετάφραση: Coil
Ελληνικός όρος:
Πήξη
Αγγλικός όρος:
Freezing, congelation

Μετάφραση: Freezing, congelation
Ελληνικός όρος:
Πηχεοκαρπικό
Αγγλικός όρος:
Carpal joint

Μετάφραση: Carpal joint
Ελληνικός όρος:
Πιβαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Pivalic acid, neopentanoic acid

Μετάφραση: Pivalic acid, neopentanoic acid
Ελληνικός όρος:
Πιγμέντα
Αγγλικός όρος:
Pigments

Μετάφραση: Pigments
Ελληνικός όρος:
Πίεση ατμών
Αγγλικός όρος:
Vapour pressure (VP)

Μετάφραση: Vapour pressure (VP)
Ελληνικός όρος:
Πίεση διάρρηξης
Αγγλικός όρος:
Rapture pressure - RP

Μετάφραση: Rapture pressure - RP
Ελληνικός όρος:
Πίεση δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test pressure

Μετάφραση: Test pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση δοκιμής αντοχής
Αγγλικός όρος:
Strength test pressure (STP)

Μετάφραση: Strength test pressure (STP)
Ελληνικός όρος:
Πίεση εκκένωσης
Αγγλικός όρος:
Discharge pressure

Μετάφραση: Discharge pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση έκρηξης (ανώτατη)
Αγγλικός όρος:
Explosion pressure (maximum)

Μετάφραση: Explosion pressure (maximum)
Ελληνικός όρος:
Πίεση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working pressure

Μετάφραση: Working pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Operating pressure (OP), working pressure

Μετάφραση: Operating pressure (OP), working pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση μετρητή
Αγγλικός όρος:
Gauge pressure

Μετάφραση: Gauge pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filling pressure

Μετάφραση: Filling pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση σχεδιασμού
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Design pressure, DP

Με σχετικά Links:

Ελληνικός όρος:
Πίεση υπό πλήρες φορτίο (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Full load pressure

Μετάφραση: Full load pressure
Ελληνικός όρος:
Πίεση υπολογισμού
Αγγλικός όρος:
Calculation pressure

Μετάφραση: Calculation pressure
Ελληνικός όρος:
Πιεστήριο συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Press welder

Μετάφραση: Press welder
Ελληνικός όρος:
Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Possible risk of irreversible effects

Μετάφραση: Possible risk of irreversible effects
Ελληνικός όρος:
Πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Possible risk of irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed

Μετάφραση: Possible risk of irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Πιθανός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Possible risk, potential hazard

Μετάφραση: Possible risk, potential hazard
Ελληνικός όρος:
Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας
Αγγλικός όρος:
Possible risk of impaired fertility

Μετάφραση: Possible risk of impaired fertility

Ακολουθήστε μας