Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 217 - 252 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Περιορισμένος χώρος
Αγγλικός όρος:
Confined space

Μετάφραση: Confined space
Ελληνικός όρος:
Περιορισμοί χρήσης
Αγγλικός όρος:
Use limitation

Μετάφραση: Use limitation
Ελληνικός όρος:
Περιορισμός
Αγγλικός όρος:
Restriction

Μετάφραση: Restriction
Ελληνικός όρος:
Περιορισμός πρόσβασης
Αγγλικός όρος:
Restrict access

Μετάφραση: Restrict access
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας παροχής (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Restrictor

Μετάφραση: Restrictor
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας πίεσης (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Pressure relief valve

Μετάφραση: Pressure relief valve
Ελληνικός όρος:
Περιοριστήρας ταχύτητας (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Over-speed governor

Μετάφραση: Over-speed governor
Ελληνικός όρος:
Περιοριστής
Αγγλικός όρος:
Limiter

Μετάφραση: Limiter
Ελληνικός όρος:
Περιοριστική διάταξη
Αγγλικός όρος:
Impeding device

Μετάφραση: Impeding device
Ελληνικός όρος:
Περιοχή διαχείρισης οξειδίων θείου
Αγγλικός όρος:
Sulphur oxides management area (SOMA)

Μετάφραση: Sulphur oxides management area (SOMA)
Ελληνικός όρος:
Περιοχή έρευνας και διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Search and rescue region (SRR)

Μετάφραση: Search and rescue region (SRR)
Ελληνικός όρος:
Περιοχή συχνοτήτων
Αγγλικός όρος:
Frequency range

Μετάφραση: Frequency range
Ελληνικός όρος:
Περίσσεια
Αγγλικός όρος:
Excess

Μετάφραση: Excess
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακή εργασία
Αγγλικός όρος:
Casual work

Μετάφραση: Casual work
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακή θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occasional workstation

Μετάφραση: Occasional workstation
Ελληνικός όρος:
Περιστασιακοί εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Contingent workers

Μετάφραση: Contingent workers
Ελληνικός όρος:
Περιστρεφόμενο πλαίσιο αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Rotating frame of reference

Μετάφραση: Rotating frame of reference
Ελληνικός όρος:
Περιστροφή
Αγγλικός όρος:
Rotation

Μετάφραση: Rotation
Ελληνικός όρος:
Περιστροφική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Rotary hammer

Μετάφραση: Rotary hammer
Ελληνικός όρος:
Περιστροφικό ηλεκτρικό μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Rotating electrical machinery

Μετάφραση: Rotating electrical machinery
Ελληνικός όρος:
Περιστροφικός εκσκαφέας
Αγγλικός όρος:
Rotary excavator or mole

Μετάφραση: Rotary excavator or mole
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακή τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Regional standardization

Μετάφραση: Regional standardization
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό Γραφείο Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Αγγλικός όρος:
World Health Organization Regional Office for Europe

Μετάφραση: World Health Organization Regional Office for Europe
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Regional standard

Μετάφραση: Regional standard
Ελληνικός όρος:
Περιφερειακό σχέδιο έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Regional contingency plan, RCP

Μετάφραση: Regional contingency plan, RCP
Ελληνικός όρος:
Περλίτης
Αγγλικός όρος:
Perlite

Μετάφραση: Perlite
Ελληνικός όρος:
Περμεθρίνη
Αγγλικός όρος:
Permethrin

Μετάφραση: Permethrin
Ελληνικός όρος:
Περονοφόρο ανυψωτικό όχημα
Αγγλικός όρος:
Forklift

Μετάφραση: Forklift
Ελληνικός όρος:
Πέτασμα ή θωράκιση (π.χ. μηχανών) ή οθόνη (π.χ. υπολογιστών
Αγγλικός όρος:
Screen

Μετάφραση: Screen
Ελληνικός όρος:
Πετρελαϊκά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Petroleum products

Μετάφραση: Petroleum products
Ελληνικός όρος:
Πετρελαϊκό σουλφονικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium petroleum sulfonate

Μετάφραση: Sodium petroleum sulfonate
Ελληνικός όρος:
Πετρελαϊκός αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Petroleum ether, petroleum spirit

Μετάφραση: Petroleum ether, petroleum spirit
Ελληνικός όρος:
Πετρελαϊκός διαλύτης
Αγγλικός όρος:
Hydrocarbon solvent

Μετάφραση: Hydrocarbon solvent
Ελληνικός όρος:
Πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Petroleum, gas oil

Μετάφραση: Petroleum, gas oil
Ελληνικός όρος:
Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης ή ντίζελ ή βαρύ πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Diesel, gas oil

Μετάφραση: Diesel, gas oil
Ελληνικός όρος:
Πετρέλαιο θέρμανσης
Αγγλικός όρος:
Heating diesel

Μετάφραση: Heating diesel

Ακολουθήστε μας