Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 361 - 396 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
ΠΝεπτούνιο
Αγγλικός όρος:
Neptunium (Np)
Μετάφραση:
Neptunium (Np)
Ελληνικός όρος:
Πνευματική ιδιοκτησία
Αγγλικός όρος:
Intellectual Property, IP
Μετάφραση:
Intellectual Property, IP
Ελληνικός όρος:
Πνεύμονας
Αγγλικός όρος:
Lung
Μετάφραση:
Lung
Ελληνικός όρος:
Πνεύμονας καλλιεργητών μανιταριών
Αγγλικός όρος:
Mushroom workers lung
Μετάφραση:
Mushroom workers lung
Ελληνικός όρος:
Πνευμονικές ινώσεις που οφείλονται σε μέταλλα που δεν περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο
Αγγλικός όρος:
Pulmonary fibroses due to metals not included in the European schedule
Μετάφραση:
Pulmonary fibroses due to metals not included in the European schedule
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική ίνωση
Αγγλικός όρος:
Lung fibrosis, pulmonary fibrosis
Μετάφραση:
Lung fibrosis, pulmonary fibrosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Lung function, pulmonary function
Μετάφραση:
Lung function, pulmonary function
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική πάθηση προκαλούμενη από την εισπνοή σκόνης ή ινών βαμβακιού, λίνου, καναβιού, γιούτας, σιζάλ και βαγάσσης
Αγγλικός όρος:
Lung diseases caused by the inhalation of dusts and fibres from cotton, flax, hemp, jute, sisal and bagasse
Μετάφραση:
Lung diseases caused by the inhalation of dusts and fibres from cotton, flax, hemp, jute, sisal and bagasse
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Pulmonary toxicology
Μετάφραση:
Pulmonary toxicology
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική φυματίωση
Αγγλικός όρος:
Pulmonary tuberculosis
Μετάφραση:
Pulmonary tuberculosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονικό οίδημα
Αγγλικός όρος:
Lung edema, pulmonary edema
Μετάφραση:
Lung edema, pulmonary edema
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονιάσεις οφειλόμενες σε σκόνες πυριτικών ορυκτών
Αγγλικός όρος:
Pneumoconioses caused by dusts of silicates
Μετάφραση:
Pneumoconioses caused by dusts of silicates
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονίωση
Αγγλικός όρος:
Pneumoconiosis
Μετάφραση:
Pneumoconiosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονίωση ανθρακορύχων
Αγγλικός όρος:
Coal workers' pneumonoconiosis, CWP
Μετάφραση:
Coal workers' pneumonoconiosis, CWP
Ελληνικός όρος:
Πνιγμός
Αγγλικός όρος:
Drowning
Μετάφραση:
Drowning
Ελληνικός όρος:
Πόδι
Αγγλικός όρος:
Foot
Μετάφραση:
Foot
Ελληνικός όρος:
Ποικιλία
Αγγλικός όρος:
Variety
Μετάφραση:
Variety
Ελληνικός όρος:
Ποινή
Αγγλικός όρος:
Penalty
Μετάφραση:
Penalty
Ελληνικός όρος:
Ποινικές κυρώσεις (διώξεις)
Αγγλικός όρος:
Prosecutions
Μετάφραση:
Prosecutions
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα αέρα
Αγγλικός όρος:
Air quality
Μετάφραση:
Air quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Quality of work, job quality
Μετάφραση:
Quality of work, job quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα ζωής
Αγγλικός όρος:
Quality of life
Μετάφραση:
Quality of life
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα νερού
Αγγλικός όρος:
Water quality
Μετάφραση:
Water quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Production quality
Μετάφραση:
Production quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης
Αγγλικός όρος:
Quality of health care
Μετάφραση:
Quality of health care
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα των προϊόντων
Αγγλικός όρος:
Product quality
Μετάφραση:
Product quality
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά
Αγγλικός όρος:
Qualitative and quantitative characteristics
Μετάφραση:
Qualitative and quantitative characteristics
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Environmental quality standards (EQSs)
Μετάφραση:
Environmental quality standards (EQSs)
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Qualitative analysis
Μετάφραση:
Qualitative analysis
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Qualitative method
Μετάφραση:
Qualitative method
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική στοιχειακή ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Qualitative elemental analysis
Μετάφραση:
Qualitative elemental analysis
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental quality standard
Μετάφραση:
Environmental quality standard
Ελληνικός όρος:
Πολαπλές συγκρίσεις
Αγγλικός όρος:
Multiple comparison
Μετάφραση:
Multiple comparison
Ελληνικός όρος:
Πολικός
Αγγλικός όρος:
Polar
Μετάφραση:
Polar
Ελληνικός όρος:
Πολιτικές και διαδικασίες ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety policies and procedures
Μετάφραση:
Safety policies and procedures
Ελληνικός όρος:
Πολιτική ασφάλειας τροφίμων
Αγγλικός όρος:
Food safety policy
Μετάφραση:
Food safety policy
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Τρέχουσα σελίδα
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »