Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 325 - 360 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Έλκος που οφείλεται στο χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium ulcers

Μετάφραση: Chromium ulcers
Ελληνικός όρος:
Ελκυσμός
Αγγλικός όρος:
Drawing

Μετάφραση: Drawing
Ελληνικός όρος:
Ελκυστήρας
Αγγλικός όρος:
Tractor

Μετάφραση: Tractor
Ελληνικός όρος:
Έλλειψη ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Lack of control

Μετάφραση: Lack of control
Ελληνικός όρος:
Έλλειψη εργατικών χεριών
Αγγλικός όρος:
Labour shortage

Μετάφραση: Labour shortage
Ελληνικός όρος:
Ελληνικά Σήματα Συμμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Hellenic Marks of Conformity

Μετάφραση: Hellenic Marks of Conformity
Ελληνικός όρος:
Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Greek Atomic Energy Commission

Μετάφραση: Greek Atomic Energy Commission
Ελληνικός όρος:
Ελληνική εταιρεία διαχείρισης στερεών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Hellenic solid waste management association, HSWMA

Μετάφραση: Hellenic solid waste management association, HSWMA
Ελληνικός όρος:
Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης
Αγγλικός όρος:
Hellenic Agency for Local Development and Local Government

Μετάφραση: Hellenic Agency for Local Development and Local Government
Ελληνικός όρος:
Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής & Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Hellenic Institute for Occupational Health and Safety

Μετάφραση: Hellenic Institute for Occupational Health and Safety
Ελληνικός όρος:
Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Hellenic Organization for Standardization, ELOT

Μετάφραση: Hellenic Organization for Standardization, ELOT
Ελληνικός όρος:
Έλξη
Αγγλικός όρος:
Pulling

Μετάφραση: Pulling
Ελληνικός όρος:
Ελογενές αέριο
Αγγλικός όρος:
Methane, marsh gas

Μετάφραση: Methane, marsh gas
Ελληνικός όρος:
Εμβαδόν κορυφής
Αγγλικός όρος:
Peak area

Μετάφραση: Peak area
Ελληνικός όρος:
Εμβάπτιση
Αγγλικός όρος:
Immersion

Μετάφραση: Immersion
Ελληνικός όρος:
Εμβιομηχανική
Αγγλικός όρος:
Biomechanics

Μετάφραση: Biomechanics
Ελληνικός όρος:
Εμβολιασμένο υλικό δείγματος
Αγγλικός όρος:
Fortified sample material

Μετάφραση: Fortified sample material
Ελληνικός όρος:
Εμβολιασμός (π.χ ιατρικός)
Αγγλικός όρος:
Vaccination

Μετάφραση: Vaccination
Ελληνικός όρος:
Εμβολιασμός (π.χ υλικών)
Αγγλικός όρος:
Graft

Μετάφραση: Graft
Ελληνικός όρος:
Έμβολο
Αγγλικός όρος:
Rammer

Μετάφραση: Rammer
Ελληνικός όρος:
Εμβριοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Embryotoxicity

Μετάφραση: Embryotoxicity
Ελληνικός όρος:
Εμετός
Αγγλικός όρος:
Vomiting

Μετάφραση: Vomiting
Ελληνικός όρος:
Έμμεση σύνδεση
Αγγλικός όρος:
Off-line

Μετάφραση: Off-line
Ελληνικός όρος:
Έμμονοι οργανικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Persistent Organic Pollutants, POPs

Μετάφραση: Persistent Organic Pollutants, POPs
Ελληνικός όρος:
Έμμονος αφρισμός
Αγγλικός όρος:
Persistent foaming

Μετάφραση: Persistent foaming
Ελληνικός όρος:
Εμπειρία
Αγγλικός όρος:
Experience

Μετάφραση: Experience
Ελληνικός όρος:
Εμπειρικά επικίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Harmless by experience

Μετάφραση: Harmless by experience
Ελληνικός όρος:
Εμπειρική έρευνα
Αγγλικός όρος:
Empirical research

Μετάφραση: Empirical research
Ελληνικός όρος:
Εμπειρικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Empirical formula

Μετάφραση: Empirical formula
Ελληνικός όρος:
Εμπειρογνώμονας
Αγγλικός όρος:
Expert

Μετάφραση: Expert
Ελληνικός όρος:
Εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες
Αγγλικός όρος:
Confidential Business Information, CBI

Μετάφραση: Confidential Business Information, CBI
Ελληνικός όρος:
Εμπιστευτικότητα
Αγγλικός όρος:
Confidentiality

Μετάφραση: Confidentiality
Ελληνικός όρος:
Εμπιστοσύνη
Αγγλικός όρος:
Confidence

Μετάφραση: Confidence
Ελληνικός όρος:
Εμπλοκή
Αγγλικός όρος:
Entanglement

Μετάφραση: Entanglement
Ελληνικός όρος:
Εμπλοκή στον τομέα
Αγγλικός όρος:
Involvement in field

Μετάφραση: Involvement in field
Ελληνικός όρος:
Εμπλουτισμένο ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Enriched uranium

Μετάφραση: Enriched uranium

Ακολουθήστε μας