Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 181 - 216 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Έκπλυμα
Αγγλικός όρος:
Slop

Μετάφραση: Slop
Ελληνικός όρος:
Έκπλυση
Αγγλικός όρος:
Washing

Μετάφραση: Washing
Ελληνικός όρος:
Εκπνεόμενος αέρας
Αγγλικός όρος:
Expired air

Μετάφραση: Expired air
Ελληνικός όρος:
Εκπνοή
Αγγλικός όρος:
Exhalation

Μετάφραση: Exhalation
Ελληνικός όρος:
Εκπομπή
Αγγλικός όρος:
Emission

Μετάφραση: Emission
Ελληνικός όρος:
Εκπομπή προειδοποιητικών σημάτων
Αγγλικός όρος:
Use of warning signals

Μετάφραση: Use of warning signals
Ελληνικός όρος:
Εκπομπός
Αγγλικός όρος:
Emitter

Μετάφραση: Emitter
Ελληνικός όρος:
Εκπόνηση της μελέτης του έργου
Αγγλικός όρος:
Poject preparation stage

Μετάφραση: Poject preparation stage
Ελληνικός όρος:
Εκπόνηση του έργου
Αγγλικός όρος:
Project execution stage

Μετάφραση: Project execution stage
Ελληνικός όρος:
Εκπρόσωποι υγιεινής και ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety and health representatives

Μετάφραση: Safety and health representatives
Ελληνικός όρος:
Εκπρόσωπος διοίκησης
Αγγλικός όρος:
Management representative

Μετάφραση: Management representative
Ελληνικός όρος:
Εκπρόσωπος των εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Workers’ representative

Μετάφραση: Workers’ representative
Ελληνικός όρος:
Εκπυρσοκρότηση
Αγγλικός όρος:
Detonation

Μετάφραση: Detonation
Ελληνικός όρος:
Εκπυρσοκροτητής
Αγγλικός όρος:
Detonator

Μετάφραση: Detonator
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικά μείγματα ατμού -αέρος
Αγγλικός όρος:
Explosive vapour-air mixture

Μετάφραση: Explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικές ατμόσφαιρες
Αγγλικός όρος:
Explosive atmospheres

Μετάφραση: Explosive atmospheres
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτική αποσύνθεση·
Αγγλικός όρος:
Explosive decomposition

Μετάφραση: Explosive decomposition
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτική ζώνη
Αγγλικός όρος:
Explosive range

Μετάφραση: Explosive range
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτική ομάδα
Αγγλικός όρος:
Explosion group

Μετάφραση: Explosion group
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτική ουσία
Αγγλικός όρος:
Explosive substance

Μετάφραση: Explosive substance
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτική ύλη ή εκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Explosive

Μετάφραση: Explosive
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Explosive article

Μετάφραση: Explosive article
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό μείγμα
Αγγλικός όρος:
Explosive mixture

Μετάφραση: Explosive mixture
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with combustible material

Μετάφραση: Explosive when mixed with combustible material
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with oxidizing substances

Μετάφραση: Explosive when mixed with oxidizing substances
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Αγγλικός όρος:
Explosive with or without contact with air

Μετάφραση: Explosive with or without contact with air
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Explosive when dry

Μετάφραση: Explosive when dry
Ελληνικός όρος:
Εκρήξεις αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas explosions

Μετάφραση: Gas explosions
Ελληνικός όρος:
Εκρήξεις σκόνης
Αγγλικός όρος:
Dust explosions

Μετάφραση: Dust explosions
Ελληνικός όρος:
Έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Explosion

Μετάφραση: Explosion
Ελληνικός όρος:
Εκρήξιμη ατμόσφαιρα αερίων
Αγγλικός όρος:
Explosive gas atmosphere

Μετάφραση: Explosive gas atmosphere
Ελληνικός όρος:
Εκρηξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Explosibility

Μετάφραση: Explosibility
Ελληνικός όρος:
Εκρόφηση
Αγγλικός όρος:
Desorption

Μετάφραση: Desorption
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας
Αγγλικός όρος:
Excavator

Μετάφραση: Excavator
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας συρόμενης πτυοσκάφης
Αγγλικός όρος:
Dragline

Μετάφραση: Dragline
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας τάφρων
Αγγλικός όρος:
Trencher

Μετάφραση: Trencher

Ακολουθήστε μας