Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εάν παρατηρηθεί ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
If skin irritation occurs

Μετάφραση: If skin irritation occurs
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms

Μετάφραση: If experiencing respiratory symptoms
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα: Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician

Μετάφραση: If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Εάν το νερό αυξάνει τον κίνδυνο, προστίθεται…
Αγγλικός όρος:
If water increases risk, add…

Μετάφραση: If water increases risk, add…
Ελληνικός όρος:
Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε
Αγγλικός όρος:
Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing

Μετάφραση: Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing
Ελληνικός όρος:
Εγγενείς ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Intrinsic properties

Μετάφραση: Intrinsic properties
Ελληνικός όρος:
Εγγενής ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Intrinsic safety

Μετάφραση: Intrinsic safety
Ελληνικός όρος:
Εγγενώς ασφαλής μηχανή
Αγγλικός όρος:
Intrinsically safe apparatus

Μετάφραση: Intrinsically safe apparatus
Ελληνικός όρος:
Έγγραφα εναρμόνισης
Αγγλικός όρος:
Harmonization Documents, HD

Μετάφραση: Harmonization Documents, HD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference Document, RD

Μετάφραση: Reference Document, RD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transport document

Μετάφραση: Transport document
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο πρόσβασης
Αγγλικός όρος:
Letter of access

Μετάφραση: Letter of access
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο τεχνικών οδηγιών
Αγγλικός όρος:
Technical Guidance Document, TGD

Μετάφραση: Technical Guidance Document, TGD
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιοι κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Transversal risks

Μετάφραση: Transversal risks
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιος
Αγγλικός όρος:
Transversal

Μετάφραση: Transversal
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανακύκλωσης απορριμμάτων βιομηχανίας κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Recycling plants in the construction industry

Μετάφραση: Recycling plants in the construction industry
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας
Αγγλικός όρος:
Offshore installations

Μετάφραση: Offshore installations
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις εν λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Operating plant

Μετάφραση: Operating plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης
Αγγλικός όρος:
Coke ovens

Μετάφραση: Coke ovens
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation, plant, site

Μετάφραση: Installation, plant, site
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση θέρμανσης
Αγγλικός όρος:
Heating installation

Μετάφραση: Heating installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση καύσης
Αγγλικός όρος:
Combustion installation

Μετάφραση: Combustion installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση παραγωγής αδρανούς αερίου
Αγγλικός όρος:
Inert gas plant

Μετάφραση: Inert gas plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάτες υδρορροών
Αγγλικός όρος:
Guttering installers

Μετάφραση: Guttering installers
Ελληνικός όρος:
Έγκαυμα
Αγγλικός όρος:
Burn

Μετάφραση: Burn
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης (της παράκτιας ή υπεράκτιας εγκατάστασης διακίνησης πετρελαιοειδών ή εξόρυξης πετρελαίου)
Αγγλικός όρος:
Facility contingency plan, FCP

Μετάφραση: Facility contingency plan, FCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης του φορέα διοίκησης ή εκμετάλλευσης του λιμένα
Αγγλικός όρος:
Port contingency plan, PCP

Μετάφραση: Port contingency plan, PCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένο τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης της Λιμενικής Αρχής
Αγγλικός όρος:
Local contingency plan , LCP

Μετάφραση: Local contingency plan , LCP
Ελληνικός όρος:
Εγκεκριμένος
Αγγλικός όρος:
Approved

Μετάφραση: Approved
Ελληνικός όρος:
Εγκεφαλικά νεύρα
Αγγλικός όρος:
Cranial nerves

Μετάφραση: Cranial nerves
Ελληνικός όρος:
Εγκεφαλική κάκωση
Αγγλικός όρος:
Brain injury

Μετάφραση: Brain injury
Ελληνικός όρος:
Εγκέφαλος
Αγγλικός όρος:
Brain

Μετάφραση: Brain
Ελληνικός όρος:
Εγκιβωτισμός
Αγγλικός όρος:
Encapsulation

Μετάφραση: Encapsulation
Ελληνικός όρος:
Εγκλεισμός
Αγγλικός όρος:
Enclosure

Μετάφραση: Enclosure
Ελληνικός όρος:
Έγκλειστα
Αγγλικός όρος:
Inclusion bodies

Μετάφραση: Inclusion bodies
Ελληνικός όρος:
Εγκλιματισμός (π.χ. αέρα)
Αγγλικός όρος:
Conditioning

Μετάφραση: Conditioning

Ακολουθήστε μας