Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 253 - 288 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Έλαια διασποράς
Αγγλικός όρος:
Disperse oil

Μετάφραση: Disperse oil
Ελληνικός όρος:
Έλαια υδροσυλλεκτών πλοίων
Αγγλικός όρος:
Bilge oils

Μετάφραση: Bilge oils
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκή αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Oley alcohol, cis-9-octadecen-1-ol

Μετάφραση: Oley alcohol, cis-9-octadecen-1-ol
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium oleate

Μετάφραση: Potassium oleate
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium oleate

Μετάφραση: Sodium oleate
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Oleic acid, cis-9-octadecenoic acid

Μετάφραση: Oleic acid, cis-9-octadecenoic acid
Ελληνικός όρος:
Ελαϊκός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl oleate, methyl cis-9-octadecenoate

Μετάφραση: Methyl oleate, methyl cis-9-octadecenoate
Ελληνικός όρος:
Έλαιο κιτρονέλλας
Αγγλικός όρος:
Citronella oil

Μετάφραση: Citronella oil
Ελληνικός όρος:
Έλαιο μοσχοκάρυδου
Αγγλικός όρος:
Oil of nutmeg, isoeugenol

Μετάφραση: Oil of nutmeg, isoeugenol
Ελληνικός όρος:
Έλαιο φοινικοκαρύου
Αγγλικός όρος:
Palm kernel oil

Μετάφραση: Palm kernel oil
Ελληνικός όρος:
Έλαση ή εξέλαση ή κυλινδροποίηση
Αγγλικός όρος:
Rolling

Μετάφραση: Rolling
Ελληνικός όρος:
Έλασμα
Αγγλικός όρος:
Foil

Μετάφραση: Foil
Ελληνικός όρος:
Ελάσματα
Αγγλικός όρος:
Lamellae

Μετάφραση: Lamellae
Ελληνικός όρος:
Ελασματοποίηση (επένδυση)
Αγγλικός όρος:
Laminating

Μετάφραση: Laminating
Ελληνικός όρος:
Ελάσσων αλλαγή
Αγγλικός όρος:
Minor change

Μετάφραση: Minor change
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό
Αγγλικός όρος:
Rubber

Μετάφραση: Rubber
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Resilient material

Μετάφραση: Resilient material
Ελληνικός όρος:
Ελαστικό ωράριο
Αγγλικός όρος:
Flexible working hours

Μετάφραση: Flexible working hours
Ελληνικός όρος:
Ελαστικοποίηση
Αγγλικός όρος:
Rubber-facing

Μετάφραση: Rubber-facing
Ελληνικός όρος:
Ελαστικότητα
Αγγλικός όρος:
Elasticity

Μετάφραση: Elasticity
Ελληνικός όρος:
Ελαστικοφόρος μηχανή
Αγγλικός όρος:
Rubber-tyred machine

Μετάφραση: Rubber-tyred machine
Ελληνικός όρος:
Ελαστίνη
Αγγλικός όρος:
Elastin

Μετάφραση: Elastin
Ελληνικός όρος:
Ελατήριο
Αγγλικός όρος:
Spring

Μετάφραση: Spring
Ελληνικός όρος:
Ελάττωση δυναμικότητας πηγής διαρροής
Αγγλικός όρος:
Decrease pollution source strength

Μετάφραση: Decrease pollution source strength
Ελληνικός όρος:
Ελαφρά ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Minor accidents

Μετάφραση: Minor accidents
Ελληνικός όρος:
Ελαφρά ναφθένια
Αγγλικός όρος:
Light naphtha

Μετάφραση: Light naphtha
Ελληνικός όρος:
Ελαφροβαρές αδρανές σκυρόδεμα
Αγγλικός όρος:
Lightweight aggregate concrete

Μετάφραση: Lightweight aggregate concrete
Ελληνικός όρος:
Ελαφρός ή ασήμαντος
Αγγλικός όρος:
Slight

Μετάφραση: Slight
Ελληνικός όρος:
Ελαφρύ πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
White spirit

Μετάφραση: White spirit
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστη απαιτούμενη αντοχή
Αγγλικός όρος:
Minimum Required Strength, MRS

Μετάφραση: Minimum Required Strength, MRS
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστη επιτρεπόμενη δόση τοξικής ουσίας
Αγγλικός όρος:
Minimum Allowable Toxicant Concentration, MATC

Μετάφραση: Minimum Allowable Toxicant Concentration, MATC
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστη συγκέντρωση κατωφλίου
Αγγλικός όρος:
Minimum Threshold Concentration, MTC

Μετάφραση: Minimum Threshold Concentration, MTC
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστη συγκέντρωση παρατηρούμενης επίδρασης
Αγγλικός όρος:
Lowest Observed Effects Concentration, LOEC

Μετάφραση: Lowest Observed Effects Concentration, LOEC
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστη τοξική συγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Minimum Toxic Concentration, MTC

Μετάφραση: Minimum Toxic Concentration, MTC
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστο απαιτούμενο όριο επίδοσης
Αγγλικός όρος:
Minimum Required Performance Limit, MRPL

Μετάφραση: Minimum Required Performance Limit, MRPL
Ελληνικός όρος:
Ελάχιστο φορτίο θραύσης συρματόσχοινου (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Minimum breaking load of a rope

Μετάφραση: Minimum breaking load of a rope

Ακολουθήστε μας