Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 361 - 396 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Container

Μετάφραση: Container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο – δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Tank swap body or tank-container

Μετάφραση: Tank swap body or tank-container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών –στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Multiple- element gas container (MEGC)

Μετάφραση: Multiple- element gas container (MEGC)
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο για χύδην φορτίο
Αγγλικός όρος:
Bulk container

Μετάφραση: Bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted container

Μετάφραση: Sheeted container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο μεσαίας χωρητικότητας για φορτία χύδην
Αγγλικός όρος:
Intermediate bulk container, IBC

Μετάφραση: Intermediate bulk container, IBC
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο φορτίου χύδην ανοιχτής θαλάσσης
Αγγλικός όρος:
Offshore bulk container

Μετάφραση: Offshore bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted bulk container

Μετάφραση: Sheeted bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπόριο
Αγγλικός όρος:
Commerce

Μετάφραση: Commerce
Ελληνικός όρος:
Έμπορος λιανικής πώλησης
Αγγλικός όρος:
Retailer

Μετάφραση: Retailer
Ελληνικός όρος:
Εμποτιστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Impregnating agent

Μετάφραση: Impregnating agent
Ελληνικός όρος:
Εμπύημα
Αγγλικός όρος:
Empyema

Μετάφραση: Empyema
Ελληνικός όρος:
Εμπύρετος
Αγγλικός όρος:
Febrile

Μετάφραση: Febrile
Ελληνικός όρος:
Έμφραγμα
Αγγλικός όρος:
Heart attack

Μετάφραση: Heart attack
Ελληνικός όρος:
Εμφύσημα
Αγγλικός όρος:
Emphysema

Μετάφραση: Emphysema
Ελληνικός όρος:
Εναιώρημα
Αγγλικός όρος:
Suspension

Μετάφραση: Suspension
Ελληνικός όρος:
Εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Staff turnover

Μετάφραση: Staff turnover
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτικές θέσεις απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Alternative employment

Μετάφραση: Alternative employment
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτικές μορφές απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Alternative employment

Μετάφραση: Alternative employment
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτική υπόθεση
Αγγλικός όρος:
Alternative hypothesis

Μετάφραση: Alternative hypothesis
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτική χημική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Alternative chemical name

Μετάφραση: Alternative chemical name
Ελληνικός όρος:
Εναλλαξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Interchangeability

Μετάφραση: Interchangeability
Ελληνικός όρος:
Εναμίνη
Αγγλικός όρος:
Enamine

Μετάφραση: Enamine
Ελληνικός όρος:
Εναπομείνασα επικινδυνότητα
Αγγλικός όρος:
Residual risk

Μετάφραση: Residual risk
Ελληνικός όρος:
Εναρμόνιση
Αγγλικός όρος:
Harmonization

Μετάφραση: Harmonization
Ελληνικός όρος:
Εναρμονισμένα πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Harmonized Standards

Μετάφραση: Harmonized Standards
Ελληνικός όρος:
Ενδείκτης
Αγγλικός όρος:
Gause

Μετάφραση: Gause
Ελληνικός όρος:
Ενδεικτικά όργανα
Αγγλικός όρος:
Displays

Μετάφραση: Displays
Ελληνικός όρος:
Ενδείξεις κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Indications of danger

Μετάφραση: Indications of danger
Ελληνικός όρος:
Ένδειξη (οργάνου)
Αγγλικός όρος:
Reading

Μετάφραση: Reading
Ελληνικός όρος:
Ενδεκάνιο
Αγγλικός όρος:
Undecane

Μετάφραση: Undecane
Ελληνικός όρος:
Ενδεκανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Undecanoic acid

Μετάφραση: Undecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Ενδεκένιο
Αγγλικός όρος:
Undecene

Μετάφραση: Undecene
Ελληνικός όρος:
Ενδεκυλαλκοόλη ή ενδεκανόλη
Αγγλικός όρος:
Undecyl alcohol or undecanol

Μετάφραση: Undecyl alcohol or undecanol
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεση επαναληψιμότητα
Αγγλικός όρος:
Intermediate precision

Μετάφραση: Intermediate precision
Ελληνικός όρος:
Ενδιάμεση συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Intermediate packaging

Μετάφραση: Intermediate packaging

Ακολουθήστε μας