Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 433 - 468 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Ενίσχυση σε εσωτερικό χώρο
Αγγλικός όρος:
Room amplification

Μετάφραση: Room amplification
Ελληνικός όρος:
Εννεαένιο
Αγγλικός όρος:
Nonene

Μετάφραση: Nonene
Ελληνικός όρος:
Εννεάνιο
Αγγλικός όρος:
Nonane

Μετάφραση: Nonane
Ελληνικός όρος:
Εννεΐνιο
Αγγλικός όρος:
Nonyne

Μετάφραση: Nonyne
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl alcohol

Μετάφραση: Nonyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Εννεΰλιο
Αγγλικός όρος:
Nonyl

Μετάφραση: Nonyl
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Nonyl acetate

Μετάφραση: Nonyl acetate
Ελληνικός όρος:
Εννεϋλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol

Μετάφραση: Nonyl phenol
Ελληνικός όρος:
Ενόλη
Αγγλικός όρος:
Enol

Μετάφραση: Enol
Ελληνικός όρος:
Ενοποιημένα πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Unified standards

Μετάφραση: Unified standards
Ελληνικός όρος:
Ενόργανος
Αγγλικός όρος:
Instrumental

Μετάφραση: Instrumental
Ελληνικός όρος:
Ένσταση
Αγγλικός όρος:
Appeal

Μετάφραση: Appeal
Ελληνικός όρος:
Ενσωματωμένο σύστημα διάγνωσης
Αγγλικός όρος:
On board diagnostics, OBD

Μετάφραση: On board diagnostics, OBD
Ελληνικός όρος:
Ενσωματωμένος φωτισμός μηχανών
Αγγλικός όρος:
Integral lighting of machines

Μετάφραση: Integral lighting of machines
Ελληνικός όρος:
Ενσωματώνω
Αγγλικός όρος:
Incorporate

Μετάφραση: Incorporate
Ελληνικός όρος:
Ενσωμάτωση σε παρασκεύασμα
Αγγλικός όρος:
Formulation

Μετάφραση: Formulation
Ελληνικός όρος:
Ένταξη (μιας διάστασης στην οικεία κοινοτική πολιτική)
Αγγλικός όρος:
Mainstreaming

Μετάφραση: Mainstreaming
Ελληνικός όρος:
Ένταση
Αγγλικός όρος:
Intensity

Μετάφραση: Intensity
Ελληνικός όρος:
Ένταση απορρόφησης
Αγγλικός όρος:
Intensity of absorption

Μετάφραση: Intensity of absorption
Ελληνικός όρος:
Ένταση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Intensity of work

Μετάφραση: Intensity of work
Ελληνικός όρος:
Ένταση ηλεκτρικού πεδίου
Αγγλικός όρος:
Electric field strength

Μετάφραση: Electric field strength
Ελληνικός όρος:
Ένταση ηλεκτρικού ρεύματος
Αγγλικός όρος:
Electric current

Μετάφραση: Electric current
Ελληνικός όρος:
Ένταση ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound intensity

Μετάφραση: Sound intensity
Ελληνικός όρος:
Ένταση μαγνητικού πεδίου
Αγγλικός όρος:
Magnetic field strength

Μετάφραση: Magnetic field strength
Ελληνικός όρος:
Έντερα
Αγγλικός όρος:
Intestines

Μετάφραση: Intestines
Ελληνικός όρος:
Εντομοκτόνο
Αγγλικός όρος:
Insecticide

Μετάφραση: Insecticide
Ελληνικός όρος:
Εντοπίζω
Αγγλικός όρος:
Localize, locate

Μετάφραση: Localize, locate
Ελληνικός όρος:
Εντοπισμός
Αγγλικός όρος:
Localization

Μετάφραση: Localization
Ελληνικός όρος:
Έντυπο
Αγγλικός όρος:
Form

Μετάφραση: Form
Ελληνικός όρος:
Ενυδάτωση
Αγγλικός όρος:
Hydrarion, soaking, moisturizing

Μετάφραση: Hydrarion, soaking, moisturizing
Ελληνικός όρος:
Ενφθοράνιο
Αγγλικός όρος:
Enflurane

Μετάφραση: Enflurane
Ελληνικός όρος:
Ενώσεις αλκυλίου
Αγγλικός όρος:
Alkyl compounds

Μετάφραση: Alkyl compounds
Ελληνικός όρος:
Ενώσεις αρσενικού
Αγγλικός όρος:
Arsenic compounds

Μετάφραση: Arsenic compounds
Ελληνικός όρος:
Ενώσεις αρυλίου
Αγγλικός όρος:
Aryl compounds

Μετάφραση: Aryl compounds
Ελληνικός όρος:
Ενώσεις διπυριδυλίου
Αγγλικός όρος:
Bipyridyl compounds

Μετάφραση: Bipyridyl compounds
Ελληνικός όρος:
Ενώσεις τριβουτυλοκασσιτέρου
Αγγλικός όρος:
Tributyltin compounds

Μετάφραση: Tributyltin compounds

Ακολουθήστε μας