Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 541 - 576 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Εξηλασμένος αφρός
Αγγλικός όρος:
Extruded foam

Μετάφραση: Extruded foam
Ελληνικός όρος:
Εξηλασμένος αφρός πολυστερίνης
Αγγλικός όρος:
Extruded polystyrene foam

Μετάφραση: Extruded polystyrene foam
Ελληνικός όρος:
Εξίνιο
Αγγλικός όρος:
Hexyne, butylacetylene

Μετάφραση: Hexyne, butylacetylene
Ελληνικός όρος:
Εξισορρόπηση δυναμικού
Αγγλικός όρος:
Potential equalization

Μετάφραση: Potential equalization
Ελληνικός όρος:
Εξογόνο
Αγγλικός όρος:
Cyclonite, hexogen, RDX

Μετάφραση: Cyclonite, hexogen, RDX
Ελληνικός όρος:
Έξοδοι κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Emergency exits

Μετάφραση: Emergency exits
Ελληνικός όρος:
Έξοδος
Αγγλικός όρος:
Exit

Μετάφραση: Exit
Ελληνικός όρος:
Έξοδος (π.χ. ηλεκτρονικού σήματος)
Αγγλικός όρος:
Output

Μετάφραση: Output
Ελληνικός όρος:
Έξοδος πυρκαγιάς
Αγγλικός όρος:
Fire escapes

Μετάφραση: Fire escapes
Ελληνικός όρος:
Εξόζη
Αγγλικός όρος:
Hexose

Μετάφραση: Hexose
Ελληνικός όρος:
Εξομοιωμένη απόσταξη
Αγγλικός όρος:
Simulated distillation

Μετάφραση: Simulated distillation
Ελληνικός όρος:
Εξομοίωση
Αγγλικός όρος:
Matching

Μετάφραση: Matching
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμοί ανέλκυσης ατόμων
Αγγλικός όρος:
Equipment for raising persons

Μετάφραση: Equipment for raising persons
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Equipment

Μετάφραση: Equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Abrasive blasting equipment

Μετάφραση: Abrasive blasting equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός ανύψωσης
Αγγλικός όρος:
Lifting equipment, hoisting device

Μετάφραση: Lifting equipment, hoisting device
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός για θεμελίωση
Αγγλικός όρος:
Piling equipment

Μετάφραση: Piling equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός για την εκτόνωση της πίεσης έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Explosion relief device

Μετάφραση: Explosion relief device
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός γραφείου
Αγγλικός όρος:
Office equipment

Μετάφραση: Office equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Rescue equipment

Μετάφραση: Rescue equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός εξυπηρέτησης
Αγγλικός όρος:
Service equipment

Μετάφραση: Service equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work equipment

Μετάφραση: Work equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Laboratory equipment

Μετάφραση: Laboratory equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός θερμικής επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Thermoprocessing equipment

Μετάφραση: Thermoprocessing equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός παροχής ισχύος
Αγγλικός όρος:
Power supply equipment

Μετάφραση: Power supply equipment
Ελληνικός όρος:
Εξοπλισμός που προορίζεται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες
Αγγλικός όρος:
Equipment intended for use in potentially explosive atmospheres, ATEX

Μετάφραση: Equipment intended for use in potentially explosive atmospheres, ATEX
Ελληνικός όρος:
Εξόρυξη
Αγγλικός όρος:
Quarrying

Μετάφραση: Quarrying
Ελληνικός όρος:
Εξουδετέρωση
Αγγλικός όρος:
Neutralization

Μετάφραση: Neutralization
Ελληνικός όρος:
Εξουδετερωτής pH
Αγγλικός όρος:
pH neutraliser

Μετάφραση: pH neutraliser
Ελληνικός όρος:
Εξουσία
Αγγλικός όρος:
Authority

Μετάφραση: Authority
Ελληνικός όρος:
Εξουσιοδότηση
Αγγλικός όρος:
Authorization

Μετάφραση: Authorization
Ελληνικός όρος:
Εξυγίανση
Αγγλικός όρος:
Drainage

Μετάφραση: Drainage
Ελληνικός όρος:
Εξυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Hexylene glycol

Μετάφραση: Hexylene glycol
Ελληνικός όρος:
Εξύλιο
Αγγλικός όρος:
Hexyl

Μετάφραση: Hexyl
Ελληνικός όρος:
Εξυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Hexyllithium

Μετάφραση: Hexyllithium
Ελληνικός όρος:
Εξυλορεσορκινόλη
Αγγλικός όρος:
Exylresorcinol

Μετάφραση: Exylresorcinol

Ακολουθήστε μας