Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 649 - 684 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές
Αγγλικός όρος:
Harmful

Μετάφραση: Harmful
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Harmful to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment

Μετάφραση: Harmful to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Επιβλέπων
Αγγλικός όρος:
Inspector

Μετάφραση: Inspector
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη
Αγγλικός όρος:
Supervision

Μετάφραση: Supervision
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health surveillance

Μετάφραση: Health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη του εργασιακού περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Surveillance of the working environment

Μετάφραση: Surveillance of the working environment
Ελληνικός όρος:
Επιβραδυντικό φλόγας
Αγγλικός όρος:
Fire retardant

Μετάφραση: Fire retardant
Ελληνικός όρος:
Επιγαστρικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Epigastric pain

Μετάφραση: Epigastric pain
Ελληνικός όρος:
Επιγονατίδα
Αγγλικός όρος:
Patella

Μετάφραση: Patella
Ελληνικός όρος:
Επιδερμικός
Αγγλικός όρος:
Epidermal

Μετάφραση: Epidermal
Ελληνικός όρος:
Επιδημία
Αγγλικός όρος:
Epidemic

Μετάφραση: Epidemic
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογία
Αγγλικός όρος:
Epidemiology

Μετάφραση: Epidemiology
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογικές μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
Epidemiological methods

Μετάφραση: Epidemiological methods
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογικές μετρήσεις
Αγγλικός όρος:
Epidemiological measurements

Μετάφραση: Epidemiological measurements
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Epidemiological study

Μετάφραση: Epidemiological study
Ελληνικός όρος:
Επιδιορθωμένες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Reconditioned packaging

Μετάφραση: Reconditioned packaging
Ελληνικός όρος:
Επιδιόρθωση με ανασυνδιασμό
Αγγλικός όρος:
Recombination repair

Μετάφραση: Recombination repair
Ελληνικός όρος:
Επιδόσεις στον τομέα της ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety performance

Μετάφραση: Safety performance
Ελληνικός όρος:
Επιδράσεις στον πληθυσμό
Αγγλικός όρος:
Population effects

Μετάφραση: Population effects
Ελληνικός όρος:
Επιθετικότητα
Αγγλικός όρος:
Aggression

Μετάφραση: Aggression
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση
Αγγλικός όρος:
Inspection, audit

Μετάφραση: Inspection, audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση απόδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance audit

Μετάφραση: Performance audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour inspectorate

Μετάφραση: Labour inspectorate
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality audit

Μετάφραση: Quality audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Security inspector

Μετάφραση: Security inspector
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour inspector

Μετάφραση: Labour inspector
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality auditor

Μετάφραση: Quality auditor
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρούμενος
Αγγλικός όρος:
Auditee

Μετάφραση: Auditee
Ελληνικός όρος:
Επιθήλιο
Αγγλικός όρος:
Epithelium

Μετάφραση: Epithelium
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη
Αγγλικός όρος:
Coating, daubing, concealing

Μετάφραση: Coating, daubing, concealing
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη με σκόνη
Αγγλικός όρος:
Powder coating

Μετάφραση: Powder coating
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Coating of metals

Μετάφραση: Coating of metals
Ελληνικός όρος:
Επικεντρωμένη αξιολόγηση κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Targeted risk assessment

Μετάφραση: Targeted risk assessment
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Hazardous waste

Μετάφραση: Hazardous waste
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνα εμπορεύματα
Αγγλικός όρος:
Dangerous goods

Μετάφραση: Dangerous goods
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Hazardous installation

Μετάφραση: Hazardous installation

Ακολουθήστε μας