Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 613 - 648 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επαγρύπνηση
Αγγλικός όρος:
Surveillance

Μετάφραση: Surveillance
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικοί κινητήρες κλωβού
Αγγλικός όρος:
Cage induction motors

Μετάφραση: Cage induction motors
Ελληνικός όρος:
Επαγωγικώς συζευγμένο πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Inductively coupled plasma, ICP

Μετάφραση: Inductively coupled plasma, ICP
Ελληνικός όρος:
Επαγώμενο πεδίο
Αγγλικός όρος:
Induced field

Μετάφραση: Induced field
Ελληνικός όρος:
Επαλήθευση
Αγγλικός όρος:
Verification

Μετάφραση: Verification
Ελληνικός όρος:
Επαμφοτερίζον
Αγγλικός όρος:
Amphoteric

Μετάφραση: Amphoteric
Ελληνικός όρος:
Επαναδικτύωση
Αγγλικός όρος:
Regrating

Μετάφραση: Regrating
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενες μετρήσεις
Αγγλικός όρος:
Replicate measurements

Μετάφραση: Replicate measurements
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη δόση
Αγγλικός όρος:
Repeated dose toxicity

Μετάφραση: Repeated dose toxicity
Ελληνικός όρος:
Επαναλαμβανόμενη εργασία
Αγγλικός όρος:
Repetitive work

Μετάφραση: Repetitive work
Ελληνικός όρος:
Επαναλήπτης
Αγγλικός όρος:
Repeater

Μετάφραση: Repeater
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα
Αγγλικός όρος:
Precision, repeatability

Μετάφραση: Precision, repeatability
Ελληνικός όρος:
Επαναληπτικότητα (π.χ. κινήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repetition

Μετάφραση: Repetition
Ελληνικός όρος:
Επανάληψη
Αγγλικός όρος:
Repetition

Μετάφραση: Repetition
Ελληνικός όρος:
Επαναληψιμότητα (π.χ. μετρήσεων)
Αγγλικός όρος:
Repeatability

Μετάφραση: Repeatability
Ελληνικός όρος:
Επανασχόληση
Αγγλικός όρος:
Re-employability

Μετάφραση: Re-employability
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Reused packaging

Μετάφραση: Reused packaging
Ελληνικός όρος:
Επαναχρησιμοποιούμενη μεγάλη συσκευασία
Αγγλικός όρος:
Reused large packaging

Μετάφραση: Reused large packaging
Ελληνικός όρος:
Επανεισαγωγέας
Αγγλικός όρος:
Re-importer

Μετάφραση: Re-importer
Ελληνικός όρος:
Επανεκπαίδευση
Αγγλικός όρος:
Retraining

Μετάφραση: Retraining
Ελληνικός όρος:
Επανένταξη
Αγγλικός όρος:
Re-integration, rehabilitation

Μετάφραση: Re-integration, rehabilitation
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης
Αγγλικός όρος:
Review of classification

Μετάφραση: Review of classification
Ελληνικός όρος:
Επανεξέταση ταξινόμησης όταν η σύνθεση ενός μείγματος έχει μεταβληθεί
Αγγλικός όρος:
Review of classification where the composition of a mixture has changed

Μετάφραση: Review of classification where the composition of a mixture has changed
Ελληνικός όρος:
Επανισοστάθμιση
Αγγλικός όρος:
Re-leveling

Μετάφραση: Re-leveling
Ελληνικός όρος:
Επάρκεια
Αγγλικός όρος:
Qualification, adequacy

Μετάφραση: Qualification, adequacy
Ελληνικός όρος:
Επαφή κυρία
Αγγλικός όρος:
Main contact

Μετάφραση: Main contact
Ελληνικός όρος:
Επενδεδυμένα ηλεκτρόδια
Αγγλικός όρος:
Sticks

Μετάφραση: Sticks
Ελληνικός όρος:
Επενδύσεις προσόψεων
Αγγλικός όρος:
Facade cladding

Μετάφραση: Facade cladding
Ελληνικός όρος:
Επένδυση
Αγγλικός όρος:
Cladding, liner, panel setting

Μετάφραση: Cladding, liner, panel setting
Ελληνικός όρος:
Επεξεργασία
Αγγλικός όρος:
Treatment, processing

Μετάφραση: Treatment, processing
Ελληνικός όρος:
Επεξεργασία επιφανειών
Αγγλικός όρος:
Surface treatment

Μετάφραση: Surface treatment
Ελληνικός όρος:
Επιβαρύνω
Αγγλικός όρος:
Aggravate

Μετάφραση: Aggravate
Ελληνικός όρος:
Επιβατηγό πλοίο
Αγγλικός όρος:
Passenger ship

Μετάφραση: Passenger ship
Ελληνικός όρος:
Επιβάτης
Αγγλικός όρος:
Passenger

Μετάφραση: Passenger
Ελληνικός όρος:
Επιβεβαίωση
Αγγλικός όρος:
Confirmation

Μετάφραση: Confirmation
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
Harmful substances (Xn)

Μετάφραση: Harmful substances (Xn)

Ακολουθήστε μας