Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 685 - 720 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Dangerous substances

Μετάφραση: Dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ποσότητες
Αγγλικός όρος:
Hazardous quantities

Μετάφραση: Hazardous quantities
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ύλες
Αγγλικός όρος:
Hazardous materials

Μετάφραση: Hazardous materials
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Dangerous reaction

Μετάφραση: Dangerous reaction
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη αστοχία
Αγγλικός όρος:
Failure to danger

Μετάφραση: Failure to danger
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη εκρηκτική ατμόσφαιρα
Αγγλικός όρος:
Hazardous explosive atmosphere

Μετάφραση: Hazardous explosive atmosphere
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη ζώνη
Αγγλικός όρος:
Hazard zone

Μετάφραση: Hazard zone
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Hazardous situation

Μετάφραση: Hazardous situation
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη ουσία
Αγγλικός όρος:
Dangerous substance

Μετάφραση: Dangerous substance
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη περιοχή
Αγγλικός όρος:
Dangerous area, hazardous area

Μετάφραση: Dangerous area, hazardous area
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Hazardous

Μετάφραση: Hazardous
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για τη στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Dangerous for the ozone layer, Hazardous for the ozone layer

Μετάφραση: Dangerous for the ozone layer, Hazardous for the ozone layer
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Dangerous for the environment

Μετάφραση: Dangerous for the environment
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Hazardous to the aquatic environment

Μετάφραση: Hazardous to the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Επικινδυνότητα
Αγγλικός όρος:
Risk

Μετάφραση: Risk
Ελληνικός όρος:
Επικοινωνία ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety communication

Μετάφραση: Safety communication
Ελληνικός όρος:
Επικοινωνία του κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk communication

Μετάφραση: Risk communication
Ελληνικός όρος:
Επικολλώ
Αγγλικός όρος:
Affix

Μετάφραση: Affix
Ελληνικός όρος:
Επικονίαμα
Αγγλικός όρος:
Plastering

Μετάφραση: Plastering
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα αναλογία
Αγγλικός όρος:
Prevalence ratio

Μετάφραση: Prevalence ratio
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα τάση
Αγγλικός όρος:
Zeitgeist

Μετάφραση: Zeitgeist
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα τιμή
Αγγλικός όρος:
Mode

Μετάφραση: Mode
Ελληνικός όρος:
Επικυρωμένη μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Validated method

Μετάφραση: Validated method
Ελληνικός όρος:
Επικύρωση
Αγγλικός όρος:
Validation, verification

Μετάφραση: Validation, verification
Ελληνικός όρος:
Επικύρωση HACCP
Αγγλικός όρος:
HACCP validation

Μετάφραση: HACCP validation
Ελληνικός όρος:
Επιλεκτικότητα ή εκλεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Selectivity

Μετάφραση: Selectivity
Ελληνικός όρος:
Επιλογή
Αγγλικός όρος:
Selection

Μετάφραση: Selection
Ελληνικός όρος:
Επιλογή του προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Personnel selection

Μετάφραση: Personnel selection
Ελληνικός όρος:
Επίλυση προβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Problem-solving

Μετάφραση: Problem-solving
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση κατά τη θραύση
Αγγλικός όρος:
Elongation at break

Μετάφραση: Elongation at break
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση μετά την ψύξη
Αγγλικός όρος:
Elongation after cooling

Μετάφραση: Elongation after cooling
Ελληνικός όρος:
Επιμόλυνση
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination

Μετάφραση: Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Training

Μετάφραση: Training
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση με στόχο την προσαρμογή στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work adjustment training

Μετάφραση: Work adjustment training
Ελληνικός όρος:
Επινεφρίνη ή αδρεναλίνη
Αγγλικός όρος:
Epinephrine or adrenaline

Μετάφραση: Epinephrine or adrenaline
Ελληνικός όρος:
Επίπεδα πολωμένο φως
Αγγλικός όρος:
Plane polarized

Μετάφραση: Plane polarized

Ακολουθήστε μας