Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 721 - 756 of 1068
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Επίπεδα σιδερωτήρια
Αγγλικός όρος:
Flatwork ironers

Μετάφραση: Flatwork ironers
Ελληνικός όρος:
Επίπεδη γωνία
Αγγλικός όρος:
Plane angle

Μετάφραση: Plane angle
Ελληνικός όρος:
Επίπεδη χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Planar chromatography

Μετάφραση: Planar chromatography
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο
Αγγλικός όρος:
Level

Μετάφραση: Level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing Level, HL

Μετάφραση: Hearing Level, HL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακοής κατωφλίου
Αγγλικός όρος:
Hearing Threshold Level, HTL

Μετάφραση: Hearing Threshold Level, HTL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο ακτινοβολίας
Αγγλικός όρος:
Radiation level

Μετάφραση: Radiation level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο αξιοπιστίας
Αγγλικός όρος:
Confidence level

Μετάφραση: Confidence level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο δραστηριότητας του χεριού
Αγγλικός όρος:
Hand activity level

Μετάφραση: Hand activity level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working level (WL)

Μετάφραση: Working level (WL)
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο εργασίας μηνών
Αγγλικός όρος:
Working Level Months (WLM)

Μετάφραση: Working Level Months (WLM)
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο με μη παρατηρούμενες αρνητικές συνέπειες
Αγγλικός όρος:
No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL

Μετάφραση: No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL

Μετάφραση: No observed adverse effect level, No observable adverse effect level, NOAEL
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο που ενδιαφέρει
Αγγλικός όρος:
Level of interest

Μετάφραση: Level of interest
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο σημαντικότητας
Αγγλικός όρος:
Statistically significant level

Μετάφραση: Statistically significant level
Ελληνικός όρος:
Επίπεδο τομέα ή τομεακό επίπεδο
Αγγλικός όρος:
Sector level

Μετάφραση: Sector level
Ελληνικός όρος:
Επιπεφυκίτιδα
Αγγλικός όρος:
Conjunctivitis

Μετάφραση: Conjunctivitis
Ελληνικός όρος:
Επιπλοκή της αμιάντωσης από τον καρκίνο των βρόγχων
Αγγλικός όρος:
Complication of asbestos in the form of bronchial cancer

Μετάφραση: Complication of asbestos in the form of bronchial cancer
Ελληνικός όρος:
Επιπολασμός
Αγγλικός όρος:
Prevalence

Μετάφραση: Prevalence
Ελληνικός όρος:
Επιπρόσθετος χρόνος
Αγγλικός όρος:
Lead time

Μετάφραση: Lead time
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Effects of accidents

Μετάφραση: Effects of accidents
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις βιομηχανικών ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Effects of industrial accidents

Μετάφραση: Effects of industrial accidents
Ελληνικός όρος:
Επιπτώσεις στην υγεία
Αγγλικός όρος:
Health effects

Μετάφραση: Health effects
Ελληνικός όρος:
Επίπτωση
Αγγλικός όρος:
Implication, incidence

Μετάφραση: Implication, incidence
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση
Αγγλικός όρος:
Label

Μετάφραση: Label
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση (π.χ. χημικών ουσιών)
Αγγλικός όρος:
Labelling

Μετάφραση: Labelling
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση σκοπού
Αγγλικός όρος:
Purpose flag

Μετάφραση: Purpose flag
Ελληνικός όρος:
Επισημασμένος
Αγγλικός όρος:
Labeled

Μετάφραση: Labeled
Ελληνικός όρος:
Επισκέπτης
Αγγλικός όρος:
Visitor

Μετάφραση: Visitor
Ελληνικός όρος:
Επισκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Repaired IBC

Μετάφραση: Repaired IBC
Ελληνικός όρος:
Επισκευή
Αγγλικός όρος:
Repair

Μετάφραση: Repair
Ελληνικός όρος:
Επισκεφθείτε γιατρό
Αγγλικός όρος:
Get medical advice/attention

Μετάφραση: Get medical advice/attention
Ελληνικός όρος:
Επισκόπηση
Αγγλικός όρος:
Overview

Μετάφραση: Overview
Ελληνικός όρος:
Επιστάτης
Αγγλικός όρος:
Caretaker

Μετάφραση: Caretaker
Ελληνικός όρος:
Επιστημονικές αρχές
Αγγλικός όρος:
Scientific principles

Μετάφραση: Scientific principles
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική απόδειξη
Αγγλικός όρος:
Scientific evidence

Μετάφραση: Scientific evidence

Ακολουθήστε μας