Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 360 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βροσύλιο
Αγγλικός όρος:
Brosyl, Bs
Μετάφραση:
Brosyl, Bs
Ελληνικός όρος:
Βροχόμετρο
Αγγλικός όρος:
Rain-gauge ombrometer
Μετάφραση:
Rain-gauge ombrometer
Ελληνικός όρος:
Βρωμακίλη
Αγγλικός όρος:
Bromacil
Μετάφραση:
Bromacil
Ελληνικός όρος:
Βρώμη
Αγγλικός όρος:
Oat
Μετάφραση:
Oat
Ελληνικός όρος:
Βρώμιο
Αγγλικός όρος:
Bromine, Br
Μετάφραση:
Bromine, Br
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχες οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Brominated organic compounds
Μετάφραση:
Brominated organic compounds
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromide
Μετάφραση:
Ethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αιθυλομαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Ethylmagnesium bromide
Μετάφραση:
Ethylmagnesium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium bromide
Μετάφραση:
Aluminium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic bromide
Μετάφραση:
Arsenic bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium bromide
Μετάφραση:
Calcium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium bromide
Μετάφραση:
Barium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium bromide
Μετάφραση:
Beryllium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ή βρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Bromide
Μετάφραση:
Bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl bromide
Μετάφραση:
Isobutyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium bromide
Μετάφραση:
Cadmium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt bromide
Μετάφραση:
Cobalt bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο νερό
Αγγλικός όρος:
Bromine water
Μετάφραση:
Bromine water
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium bromide
Μετάφραση:
Chromium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper bromide
Μετάφραση:
Copper bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμίωση
Αγγλικός όρος:
Bromination
Μετάφραση:
Bromination
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromide
Μετάφραση:
Ethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαιθανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Μετάφραση:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Ελληνικός όρος:
Βρωμοακετόνη
Αγγλικός όρος:
Bromoacetone, bromopropanone
Μετάφραση:
Bromoacetone, bromopropanone
Ελληνικός όρος:
Βρωμοακετονικό οξύ ή βρωμοαιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Bromoacetic acid, bromoethanoic acid
Μετάφραση:
Bromoacetic acid, bromoethanoic acid
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαλκάνιο ή αλκυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Bromoalkane, alkyl bromide
Μετάφραση:
Bromoalkane, alkyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Bromoaniline
Μετάφραση:
Bromoaniline
Ελληνικός όρος:
Βρωμοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Bromobenzoic acid
Μετάφραση:
Bromobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Βρωμοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromobenzene
Μετάφραση:
Bromobenzene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοβουτυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Bromobutyric acid
Μετάφραση:
Bromobutyric acid
Ελληνικός όρος:
Βρωμοηλεκτριμίδιο Ν-
Αγγλικός όρος:
N-bromosuccinimide, NBS
Μετάφραση:
N-bromosuccinimide, NBS
Ελληνικός όρος:
Βρωμοϊωδοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromoiodobenzene
Μετάφραση:
Bromoiodobenzene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοκυκλοεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromocyclohexane
Μετάφραση:
Bromocyclohexane
Ελληνικός όρος:
Βρωμομεθάνιο ή μεθυλοβρωμίδιο ή βρωμιούχο μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Bromomethane, methyl bromide
Μετάφραση:
Bromomethane, methyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Bromonaphthalene
Μετάφραση:
Bromonaphthalene
Ελληνικός όρος:
Βρωμονιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromonitrobenzene
Μετάφραση:
Bromonitrobenzene
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »