Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 289 - 324 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Butylene
Μετάφραση:
Butylene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Butyl alcohol
Μετάφραση:
Butyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl
Μετάφραση:
Butyl
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl ethyl ether
Μετάφραση:
Butyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butyl benzoic acid
Μετάφραση:
Butyl benzoic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylbenzene
Μετάφραση:
Butylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβρωμίδιο ή βρωμοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl bromide or bromobutane
Μετάφραση:
Butyl bromide or bromobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl glycidyl ether, BGE
Μετάφραση:
Butyl glycidyl ether, BGE
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοισοβουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl isobutyl ether
Μετάφραση:
Butyl isobutyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϊωδίδιο ή ιωδοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl iodide or iodobutane
Μετάφραση:
Butyl iodide or iodobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλομερκαπτάνη
Αγγλικός όρος:
Butyl mercaptan
Μετάφραση:
Butyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl toluene
Μετάφραση:
Butyl toluene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλουδροξυτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylated hydroxytoluene, BHT
Μετάφραση:
Butylated hydroxytoluene, BHT
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϋποχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyl hypochloride
Μετάφραση:
Butyl hypochloride
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Butylphenol
Μετάφραση:
Butylphenol
Ελληνικός όρος:
Βουτυραμίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyramide
Μετάφραση:
Butyramide
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium butyrate
Μετάφραση:
Sodium butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyrate
Μετάφραση:
Ethyl butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρολακτόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrolactone
Μετάφραση:
Butyrolactone
Ελληνικός όρος:
Βουτυροφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrophenone
Μετάφραση:
Butyrophenone
Ελληνικός όρος:
Βουτυρυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyryl chloride
Μετάφραση:
Butyryl chloride
Ελληνικός όρος:
Βραδυκαρδία
Αγγλικός όρος:
Bradycardia
Μετάφραση:
Bradycardia
Ελληνικός όρος:
Βραχίονας
Αγγλικός όρος:
Arm
Μετάφραση:
Arm
Ελληνικός όρος:
Βραχυκύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Short circuit
Μετάφραση:
Short circuit
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωμένος δρομέας
Αγγλικός όρος:
Squirrel cage rotor
Μετάφραση:
Squirrel cage rotor
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωτής
Αγγλικός όρος:
Shunt
Μετάφραση:
Shunt
Ελληνικός όρος:
Βρετανικό Ίδρυμα Ποιότητας
Αγγλικός όρος:
British Quality Foundation
Μετάφραση:
British Quality Foundation
Ελληνικός όρος:
Βρετανικός Φορέας Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
British Standards Institution, BSI
Μετάφραση:
British Standards Institution, BSI
Ελληνικός όρος:
Βρογχίτιδα
Αγγλικός όρος:
Bronchitis
Μετάφραση:
Bronchitis
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι
Αγγλικός όρος:
Bronchi
Μετάφραση:
Bronchi
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Rescue loops
Μετάφραση:
Rescue loops
Ελληνικός όρος:
Βρογχοκήλη
Αγγλικός όρος:
Goiter
Μετάφραση:
Goiter
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Bronchopulmonary lavage
Μετάφραση:
Bronchopulmonary lavage
Ελληνικός όρος:
Βρόγχος (π.χ. ηλεκτρικός)
Αγγλικός όρος:
Loop
Μετάφραση:
Loop
Ελληνικός όρος:
Βρογχοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Bronchoscopy
Μετάφραση:
Bronchoscopy
Ελληνικός όρος:
Βροντώδης υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercury fulminate
Μετάφραση:
Mercury fulminate
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Τρέχουσα σελίδα
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »