Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βιολογία
Αγγλικός όρος:
Biology
Μετάφραση:
Biology
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Biological properties
Μετάφραση:
Biological properties
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές Οριακές Τιμές
Αγγλικός όρος:
Biological Limit Values, BLV
Μετάφραση:
Biological Limit Values, BLV
Ελληνικός όρος:
Βιολογικές παράμετροι
Αγγλικός όρος:
Biological parameters
Μετάφραση:
Biological parameters
Ελληνικός όρος:
Βιολογική διαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
Bioavailability, biological availability
Μετάφραση:
Bioavailability, biological availability
Ελληνικός όρος:
Βιολογική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Biological monitoring
Μετάφραση:
Biological monitoring
Ελληνικός όρος:
Βιολογική προσβολή
Αγγλικός όρος:
Biological attack
Μετάφραση:
Biological attack
Ελληνικός όρος:
Βιολογικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Biological environment
Μετάφραση:
Biological environment
Ελληνικός όρος:
Βιολογικοί θάλαμοι ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Biological safety cabinets
Μετάφραση:
Biological safety cabinets
Ελληνικός όρος:
Βιολογικός κίνδυνος ή βιοκίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Biohazard
Μετάφραση:
Biohazard
Ελληνικός όρος:
Βιολογικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Biological oxygen demand
Μετάφραση:
Biological oxygen demand
Ελληνικός όρος:
Βιολογικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Biological oxygen demand, BOD
Μετάφραση:
Biological oxygen demand, BOD
Ελληνικός όρος:
Βιομάζα
Αγγλικός όρος:
Biomass
Μετάφραση:
Biomass
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Industry
Μετάφραση:
Industry
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανία γαλβανισμού
Αγγλικός όρος:
Electroplating industry
Μετάφραση:
Electroplating industry
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Industrial waste
Μετάφραση:
Industrial waste
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά κράνη ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Industrial safety helmets
Μετάφραση:
Industrial safety helmets
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά πλυντήρια
Αγγλικός όρος:
Industrial laundry machinery
Μετάφραση:
Industrial laundry machinery
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικά χημικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Industrial chemicals
Μετάφραση:
Industrial chemicals
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικές λυματολάσπες
Αγγλικός όρος:
Industrial effluent sludges
Μετάφραση:
Industrial effluent sludges
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Industrial toxicology
Μετάφραση:
Industrial toxicology
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Industrial hygiene
Μετάφραση:
Industrial hygiene
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανική χρήση
Αγγλικός όρος:
Industrial use
Μετάφραση:
Industrial use
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Industrial accident
Μετάφραση:
Industrial accident
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό ατύχημα μεγάλης έκτασης (ΒΑΜΕ)
Αγγλικός όρος:
Major industrial accident
Μετάφραση:
Major industrial accident
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικό δάπεδο
Αγγλικός όρος:
Industrial floor
Μετάφραση:
Industrial floor
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικοί αντιδραστήρες
Αγγλικός όρος:
Industrial reactors
Μετάφραση:
Industrial reactors
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Industrial equipment
Μετάφραση:
Industrial equipment
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικός εργάτης
Αγγλικός όρος:
Blue-collar worker, Industrial worker
Μετάφραση:
Blue-collar worker, Industrial worker
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικός χρήστης
Αγγλικός όρος:
Industrial User
Μετάφραση:
Industrial User
Ελληνικός όρος:
Βιομόρια
Αγγλικός όρος:
Biomolecules
Μετάφραση:
Biomolecules
Ελληνικός όρος:
Βιο-ΜΤΒΕ
Αγγλικός όρος:
Bio-MTBE, methyl-tertio-butyl-ether
Μετάφραση:
Bio-MTBE, methyl-tertio-butyl-ether
Ελληνικός όρος:
Βιοστατιστική
Αγγλικός όρος:
Biostatistics
Μετάφραση:
Biostatistics
Ελληνικός όρος:
Βιοσυγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Bioconcentration
Μετάφραση:
Bioconcentration
Ελληνικός όρος:
Βιοσυσσώρευση
Αγγλικός όρος:
Bioaccumulation
Μετάφραση:
Bioaccumulation
Ελληνικός όρος:
Βιοσυσσωρευσιμότητα
Αγγλικός όρος:
Bio-accumulative
Μετάφραση:
Bio-accumulative
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Τρέχουσα σελίδα
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »