Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 361 - 393 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βρωμοοξικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromoacetate
Μετάφραση:
Ethyl bromoacetate
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromopropane, Propyl bromide
Μετάφραση:
Bromopropane, Propyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπανόνη
Αγγλικός όρος:
Bromoacetone, bromopropanone
Μετάφραση:
Bromoacetone, bromopropanone
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπένιο
Αγγλικός όρος:
Bromopropene
Μετάφραση:
Bromopropene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπένιο 3-
Αγγλικός όρος:
3-bromopropene, Allyl bromide, 3-bromopropylene
Μετάφραση:
3-bromopropene, Allyl bromide, 3-bromopropylene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπιονικό οξύ ή βρωμοπροπανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Bromopropionic acid, bromopropanoic acid
Μετάφραση:
Bromopropionic acid, bromopropanoic acid
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπιονικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromopropionate
Μετάφραση:
Ethyl bromopropionate
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπροπυλένιο 3-
Αγγλικός όρος:
3-bromopropylene, Allyl bromide, 3-bromopropene
Μετάφραση:
3-bromopropylene, Allyl bromide, 3-bromopropene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοπυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Bromopyridine
Μετάφραση:
Bromopyridine
Ελληνικός όρος:
Βρωμοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromotoluene
Μετάφραση:
Bromotoluene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοτριφθορομεθάνιο ή τριφθοροβρωμομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromotrifluoromethane, trifluorobromomethane
Μετάφραση:
Bromotrifluoromethane, trifluorobromomethane
Ελληνικός όρος:
Βρωμοτριχλωροεννεάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromo trichlorononane
Μετάφραση:
Bromo trichlorononane
Ελληνικός όρος:
Βρωμοτριχλωρομεθάνιο ή τριχλωροβρωμομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromotrichloromethane, trichlorobromomethane
Μετάφραση:
Bromotrichloromethane, trichlorobromomethane
Ελληνικός όρος:
Βρωμοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Bromohydrin
Μετάφραση:
Bromohydrin
Ελληνικός όρος:
Βρωμοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Bromophenol
Μετάφραση:
Bromophenol
Ελληνικός όρος:
Βρωμοφαινυλοαιθάνιο ή φαινυλοαιθυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Bromophenylethane, phenylethyl bromide
Μετάφραση:
Bromophenylethane, phenylethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοφόρμιο ή τριβρωμιούχο μεθάνιο ή τριβρωμομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromoform or tribromomethane
Μετάφραση:
Bromoform or tribromomethane
Ελληνικός όρος:
Βρωμοχλωροϊωδομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Bromochloroiodomethane
Μετάφραση:
Bromochloroiodomethane
Ελληνικός όρος:
Βρωμοχλωρομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Chlorobromomethane, methylene bromochloride
Μετάφραση:
Chlorobromomethane, methylene bromochloride
Ελληνικός όρος:
Βρωμοχλωρονιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromo chloronitrobenzene
Μετάφραση:
Bromo chloronitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Βρωμοχλωροτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Bromochlorotoluene
Μετάφραση:
Bromochlorotoluene
Ελληνικός όρος:
β-υδροξυ-α-μεθυλοβαλεριαναλδεΰδη ή 3-υδροξυ-2-μεθυλοπεντανάλη
Αγγλικός όρος:
β-hydroxy-α-methylvaleraldehyde or 3-hydroxy-2-methylpentanal
Μετάφραση:
β-hydroxy-α-methylvaleraldehyde or 3-hydroxy-2-methylpentanal
Ελληνικός όρος:
Βύθιση σε λάδι
Αγγλικός όρος:
Oil immersion
Μετάφραση:
Oil immersion
Ελληνικός όρος:
Βύθισμα
Αγγλικός όρος:
Druft
Μετάφραση:
Druft
Ελληνικός όρος:
Βυρσοδεψία
Αγγλικός όρος:
Tanning
Μετάφραση:
Tanning
Ελληνικός όρος:
Βύσματα
Αγγλικός όρος:
Tampons
Μετάφραση:
Tampons
Ελληνικός όρος:
Βυθίστε σε δροσερό νερό/τυλίξτε με βρεγμένους επιδέσμους.
Αγγλικός όρος:
Immerse in cool water/wrap in wet bandages
Μετάφραση:
Immerse in cool water/wrap in wet bandages
Ελληνικός όρος:
Βυσματοειδή ακουστικά
Αγγλικός όρος:
Insert earphones
Μετάφραση:
Insert earphones
Ελληνικός όρος:
Βυσσίνωση
Αγγλικός όρος:
Byssinosis
Μετάφραση:
Byssinosis
Ελληνικός όρος:
Βυτιοφόρο όχημα
Αγγλικός όρος:
Tank-vehicle
Μετάφραση:
Tank-vehicle
Ελληνικός όρος:
Βυτιοφόρος φορτάμαξα
Αγγλικός όρος:
Tank-wagon
Μετάφραση:
Tank-wagon
Ελληνικός όρος:
Βωξίτης
Αγγλικός όρος:
Bauxite
Μετάφραση:
Bauxite
Ελληνικός όρος:
Βιομηχανικός τελικός χρήστης
Αγγλικός όρος:
Industrial end user
Μετάφραση:
Industrial end user
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
Τρέχουσα σελίδα
11