Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 253 - 288 of 393
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (ένυδρος με 10 μόρια H2O)
Αγγλικός όρος:
Borate decahydrate
Μετάφραση:
Borate decahydrate
Ελληνικός όρος:
Βόρακας (ένυδρος με 5 μόρια H2O)
Αγγλικός όρος:
Borate pentahydrate
Μετάφραση:
Borate pentahydrate
Ελληνικός όρος:
Βοράνια
Αγγλικός όρος:
Boranes
Μετάφραση:
Boranes
Ελληνικός όρος:
Βορικά άλατα νατρίου
Αγγλικός όρος:
Borate sodium salts
Μετάφραση:
Borate sodium salts
Ελληνικός όρος:
Βορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Boric acid
Μετάφραση:
Boric acid
Ελληνικός όρος:
Βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron, B
Μετάφραση:
Boron, B
Ελληνικός όρος:
Βορνεόλη
Αγγλικός όρος:
Borneol
Μετάφραση:
Borneol
Ελληνικός όρος:
Βορνίτης
Αγγλικός όρος:
Bornite
Μετάφραση:
Bornite
Ελληνικός όρος:
Βοροϋδρίδιο του νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium borohydrate
Μετάφραση:
Sodium borohydrate
Ελληνικός όρος:
Βουλκανισμένο καουτσούκ
Αγγλικός όρος:
Vulcanized rubber
Μετάφραση:
Vulcanized rubber
Ελληνικός όρος:
Βουλκανισμός
Αγγλικός όρος:
Vulcanization
Μετάφραση:
Vulcanization
Ελληνικός όρος:
Βούρτσισμα αμυχών
Αγγλικός όρος:
Scratch brushing
Μετάφραση:
Scratch brushing
Ελληνικός όρος:
Βουταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Butadiene
Μετάφραση:
Butadiene
Ελληνικός όρος:
Βουτανικό οξύ ή βουτυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butanoic acid, butyric acid
Μετάφραση:
Butanoic acid, butyric acid
Ελληνικός όρος:
Βουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butane
Μετάφραση:
Butane
Ελληνικός όρος:
Βουτανοδιόλη 1,4-
Αγγλικός όρος:
Butanediol 1,4-
Μετάφραση:
Butanediol 1,4-
Ελληνικός όρος:
Βουτανόλη ή βουτυλική αλκοόλη ή μεθυλοπροπανόλη
Αγγλικός όρος:
Butanol,butyl alcohol, methyl propanol
Μετάφραση:
Butanol,butyl alcohol, methyl propanol
Ελληνικός όρος:
Βουτανόνη ή μεθυλοαιθυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Butanone, methyl ethyl ketone, MEK
Μετάφραση:
Butanone, methyl ethyl ketone, MEK
Ελληνικός όρος:
Βουτένιο
Αγγλικός όρος:
Butene
Μετάφραση:
Butene
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό ανυδρίτης cis-
Αγγλικός όρος:
Maleic anhydrite, cis-butenedioic anhydrite
Μετάφραση:
Maleic anhydrite, cis-butenedioic anhydrite
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό οξύ cis-
Αγγλικός όρος:
Maleic acid, cis-butenedioic acid
Μετάφραση:
Maleic acid, cis-butenedioic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενοδιοϊκό οξύ trans-
Αγγλικός όρος:
Fumaric acid, trans-butenedioic acid
Μετάφραση:
Fumaric acid, trans-butenedioic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butenoic acid
Μετάφραση:
Butenoic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτενόλη
Αγγλικός όρος:
Butenol
Μετάφραση:
Butenol
Ελληνικός όρος:
Βουτενόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Methyl vinyl ketone, 2-butenone
Μετάφραση:
Methyl vinyl ketone, 2-butenone
Ελληνικός όρος:
Βουτίνιο
Αγγλικός όρος:
Butyne, Ethylacetylene
Μετάφραση:
Butyne, Ethylacetylene
Ελληνικός όρος:
Βουτίνιο 2-
Αγγλικός όρος:
Dimethylacetylene, 2-butyne
Μετάφραση:
Dimethylacetylene, 2-butyne
Ελληνικός όρος:
Βουτοξείδιο του καλίου
Αγγλικός όρος:
Potassium butoxide
Μετάφραση:
Potassium butoxide
Ελληνικός όρος:
Βουτοξυαιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Butoxyethanol, EGBE
Μετάφραση:
Butoxyethanol, EGBE
Ελληνικός όρος:
Βουτοξυαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Butoxyethyl ester
Μετάφραση:
Butoxyethyl ester
Ελληνικός όρος:
Βουτραλίνη
Αγγλικός όρος:
Butralin
Μετάφραση:
Butralin
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl ether
Μετάφραση:
Butyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Μετάφραση:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Ελληνικός όρος:
Βουτυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Butylacetylene, Hexyne
Μετάφραση:
Butylacetylene, Hexyne
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαλδεΰδη ή βουτανάλη ή βουτυλική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Butylaldehyde, butanal
Μετάφραση:
Butylaldehyde, butanal
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Butylamine
Μετάφραση:
Butylamine
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Τρέχουσα σελίδα
8
Page
9
Page
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »