Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 865 - 900 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Απαιτήσεις της νομοθεσίας
Αγγλικός όρος:
Regulatory requirements

Μετάφραση: Regulatory requirements
Ελληνικός όρος:
Απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Requirement

Μετάφραση: Requirement
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή
Αγγλικός όρος:
Waiving

Μετάφραση: Waiving
Ελληνικός όρος:
Απαλλαγή από την υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data waiving

Μετάφραση: Data waiving
Ελληνικός όρος:
Απανθράκωση
Αγγλικός όρος:
Charring

Μετάφραση: Charring
Ελληνικός όρος:
Απάντηση
Αγγλικός όρος:
Response

Μετάφραση: Response
Ελληνικός όρος:
Απασχόληση
Αγγλικός όρος:
Employment

Μετάφραση: Employment
Ελληνικός όρος:
Απασχολησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Employability

Μετάφραση: Employability
Ελληνικός όρος:
Απελευθέρωση
Αγγλικός όρος:
Liberation

Μετάφραση: Liberation
Ελληνικός όρος:
Απεντόμωση
Αγγλικός όρος:
Disinsection

Μετάφραση: Disinsection
Ελληνικός όρος:
Απεργία
Αγγλικός όρος:
Strike

Μετάφραση: Strike
Ελληνικός όρος:
Απεσταγμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Distilled water

Μετάφραση: Distilled water
Ελληνικός όρος:
Απευθυνθείτε στον παραγωγό/προμηθευτή για την ανάκτηση/ανακύκλωση
Αγγλικός όρος:
Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling

Μετάφραση: Refer to manufacturer/supplier for information on recovery/recycling
Ελληνικός όρος:
Απιδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil

Μετάφραση: Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
Απιονισμένο νερό
Αγγλικός όρος:
Deionized water

Μετάφραση: Deionized water
Ελληνικός όρος:
Απλά κατάγματα
Αγγλικός όρος:
Closed fractures

Μετάφραση: Closed fractures
Ελληνικός όρος:
Απλή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Simple apparatus

Μετάφραση: Simple apparatus
Ελληνικός όρος:
Απλό ασφυξιογόνο
Αγγλικός όρος:
Simple asphyxiant

Μετάφραση: Simple asphyxiant
Ελληνικός όρος:
Απλοί υγροί κρύσταλλοι
Αγγλικός όρος:
Low molecular mass liquid crystals

Μετάφραση: Low molecular mass liquid crystals
Ελληνικός όρος:
Απλός νουκλεοτιδικός πολυμορφισμός
Αγγλικός όρος:
Single nucleotide polymorphisms (SNPs)

Μετάφραση: Single nucleotide polymorphisms (SNPs)
Ελληνικός όρος:
Άπνοια
Αγγλικός όρος:
Apnea

Μετάφραση: Apnea
Ελληνικός όρος:
Αποαφριστικό
Αγγλικός όρος:
Antifoamer, defoamer

Μετάφραση: Antifoamer, defoamer
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες εκφόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Uploading platforms

Μετάφραση: Uploading platforms
Ελληνικός όρος:
Αποβάθρες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Loading platforms

Μετάφραση: Loading platforms
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos waste

Μετάφραση: Asbestos waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από αερόβια επεξεργασία αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Wastes from aerobic treatment of waste

Μετάφραση: Wastes from aerobic treatment of waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από εκχύλισμα διαλύτη
Αγγλικός όρος:
Wastes from solvent extraction

Μετάφραση: Wastes from solvent extraction
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από εξόρυξη ορυκτών
Αγγλικός όρος:
Wastes from mineral excavation

Μετάφραση: Wastes from mineral excavation
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από εξόρυξη ορυκτών που περιέχουν μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Wastes from mineral metalliferous excavation

Μετάφραση: Wastes from mineral metalliferous excavation
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από ηλεκτρολυτική διύλιση
Αγγλικός όρος:
Waste from electrolytic refining

Μετάφραση: Waste from electrolytic refining
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από σκόνες επικαλύψεων
Αγγλικός όρος:
Waste coating powders

Μετάφραση: Waste coating powders
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από τη χημική επεξεργασία
Αγγλικός όρος:
Waste from chemical treatment

Μετάφραση: Waste from chemical treatment
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα από υλικά συντήρησης
Αγγλικός όρος:
Wastes from preserving agents

Μετάφραση: Wastes from preserving agents
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα απολίπανσης
Αγγλικός όρος:
Degreasing wastes

Μετάφραση: Degreasing wastes
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα ασβέστωσης
Αγγλικός όρος:
Liming waste

Μετάφραση: Liming waste
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα γεωτρήσεων
Αγγλικός όρος:
Drilling wastes

Μετάφραση: Drilling wastes

Ακολουθήστε μας