Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 901 - 936 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα εκρηκτικών
Αγγλικός όρος:
Waste explosives

Μετάφραση: Waste explosives
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα μελανών
Αγγλικός όρος:
Waste ink

Μετάφραση: Waste ink
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα μη προδιαγραφόμενα άλλως
Αγγλικός όρος:
Wastes not otherwise specified

Μετάφραση: Wastes not otherwise specified
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Wastes containing dangerous substances

Μετάφραση: Wastes containing dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα που περιέχουν θείο
Αγγλικός όρος:
Wastes containing sulphur

Μετάφραση: Wastes containing sulphur
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα που περιέχουν υδράργυρο
Αγγλικός όρος:
Wastes containing mercury

Μετάφραση: Wastes containing mercury
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα πούδρας
Αγγλικός όρος:
Powdery wastes

Μετάφραση: Powdery wastes
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα σκόνης
Αγγλικός όρος:
Dusty wastes

Μετάφραση: Dusty wastes
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα υγρών καυσίμων
Αγγλικός όρος:
Wastes of liquid fuels

Μετάφραση: Wastes of liquid fuels
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα υδραυλικών ελαίων
Αγγλικός όρος:
Waste hydraulic oils

Μετάφραση: Waste hydraulic oils
Ελληνικός όρος:
Απόβλητα χημικών ενώσεων
Αγγλικός όρος:
Compound wastes

Μετάφραση: Compound wastes
Ελληνικός όρος:
Απόβλητο
Αγγλικός όρος:
Waste

Μετάφραση: Waste
Ελληνικός όρος:
Απογαλακτωματοποιητής
Αγγλικός όρος:
De-emulsifier

Μετάφραση: De-emulsifier
Ελληνικός όρος:
Αποδεικτική ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Evidence-based Occupational Medicine

Μετάφραση: Evidence-based Occupational Medicine
Ελληνικός όρος:
Αποδέκτες
Αγγλικός όρος:
Addressees

Μετάφραση: Addressees
Ελληνικός όρος:
Αποδέκτης ενός προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Recipient of an article

Μετάφραση: Recipient of an article
Ελληνικός όρος:
Αποδέκτης ουσίας
Αγγλικός όρος:
Recipient of a substance

Μετάφραση: Recipient of a substance
Ελληνικός όρος:
Αποδέκτης παρασκευάσματος
Αγγλικός όρος:
Recipient of a preparation

Μετάφραση: Recipient of a preparation
Ελληνικός όρος:
Απόδοση (π.χ. αναλυτικού προσδιορισμού)
Αγγλικός όρος:
Recovery

Μετάφραση: Recovery
Ελληνικός όρος:
Απόδοση (π.χ. εργασίας)
Αγγλικός όρος:
Performance

Μετάφραση: Performance
Ελληνικός όρος:
Απόδοση (π.χ. χημικής αντίδρασης)
Αγγλικός όρος:
Yield

Μετάφραση: Yield
Ελληνικός όρος:
Απόδοση στήλης
Αγγλικός όρος:
Column efficiency

Μετάφραση: Column efficiency
Ελληνικός όρος:
Αποδοχή παρέκκλισης (π.χ. σε προδιαγραφές)
Αγγλικός όρος:
Concession

Μετάφραση: Concession
Ελληνικός όρος:
Αποδυτήριο
Αγγλικός όρος:
Change room

Μετάφραση: Change room
Ελληνικός όρος:
Αποένζυμο
Αγγλικός όρος:
Apoenzyme

Μετάφραση: Apoenzyme
Ελληνικός όρος:
Αποζημίωση
Αγγλικός όρος:
Compensation

Μετάφραση: Compensation
Ελληνικός όρος:
Αποζημίωση εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Workers’ compensation

Μετάφραση: Workers’ compensation
Ελληνικός όρος:
Αποθηκεύεται μακριά από άλλα υλικά
Αγγλικός όρος:
Store away from other materials

Μετάφραση: Store away from other materials
Ελληνικός όρος:
Αποθηκεύεται σε ανθεκτικό στη διάβρωση
Αγγλικός όρος:
Store in corrosive resistan

Μετάφραση: Store in corrosive resistan
Ελληνικός όρος:
Αποθηκεύεται σε θερμοκρασίες που δεν υπερβαίνουν τους …°C/…°F
Αγγλικός όρος:
Store at temperatures not exceeding …°C/…°F

Μετάφραση: Store at temperatures not exceeding …°C/…°F
Ελληνικός όρος:
Αποθηκεύεται σε καλά αεριζόμενο χώρο
Αγγλικός όρος:
Store in a well-ventilated place

Μετάφραση: Store in a well-ventilated place
Ελληνικός όρος:
Αποθηκεύεται σε στεγνό μέρος
Αγγλικός όρος:
Store in a dry place

Μετάφραση: Store in a dry place
Ελληνικός όρος:
Αποθήκευση δεξαμενών
Αγγλικός όρος:
Tank storage

Μετάφραση: Tank storage
Ελληνικός όρος:
Αποθήκευση
Αγγλικός όρος:
Storage

Μετάφραση: Storage
Ελληνικός όρος:
Αποθήκευση κάδων
Αγγλικός όρος:
Vat storage

Μετάφραση: Vat storage
Ελληνικός όρος:
Αποθήκη
Αγγλικός όρος:
Store, warehouse

Μετάφραση: Store, warehouse

Ακολουθήστε μας