Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 937 - 972 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αποικοδόμηση
Αγγλικός όρος:
Degradation

Μετάφραση: Degradation
Ελληνικός όρος:
Αποκατάσταση (π.χ. λειτουργίας)
Αγγλικός όρος:
Restoration

Μετάφραση: Restoration
Ελληνικός όρος:
Αποκατάσταση (π.χ. υγείας)
Αγγλικός όρος:
Rehabilitation

Μετάφραση: Rehabilitation
Ελληνικός όρος:
Αποκατάσταση σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete restoration

Μετάφραση: Concrete restoration
Ελληνικός όρος:
Αποκλειστική χρήση
Αγγλικός όρος:
Exclusive use

Μετάφραση: Exclusive use
Ελληνικός όρος:
Αποκλειστικός αντιπρόσωπος
Αγγλικός όρος:
Only Representative, OR

Μετάφραση: Only Representative, OR
Ελληνικός όρος:
Απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Deviation

Μετάφραση: Deviation
Ελληνικός όρος:
Αποκολλήσεις λόγω καταπόνησης των ακανθωδών αποφύσεων
Αγγλικός όρος:
Avulsion due to overstraining of the spinous processes

Μετάφραση: Avulsion due to overstraining of the spinous processes
Ελληνικός όρος:
Αποκομμένες παρατηρήσεις
Αγγλικός όρος:
Censored data

Μετάφραση: Censored data
Ελληνικός όρος:
Απόκριση
Αγγλικός όρος:
Response

Μετάφραση: Response
Ελληνικός όρος:
Αποκυάνωση
Αγγλικός όρος:
Decyanidation

Μετάφραση: Decyanidation
Ελληνικός όρος:
Απόληξη ή τερματισμός
Αγγλικός όρος:
Termination

Μετάφραση: Termination
Ελληνικός όρος:
Απολύμανση
Αγγλικός όρος:
Disinfection, decontamination

Μετάφραση: Disinfection, decontamination
Ελληνικός όρος:
Απολίπανση
Αγγλικός όρος:
Degreasing

Μετάφραση: Degreasing
Ελληνικός όρος:
Απολύμανση του εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Disinfection of equipment

Μετάφραση: Disinfection of equipment
Ελληνικός όρος:
Απολυμαντικά
Αγγλικός όρος:
Disinfectants

Μετάφραση: Disinfectants
Ελληνικός όρος:
Απόλυση
Αγγλικός όρος:
Dismissal

Μετάφραση: Dismissal
Ελληνικός όρος:
Απόλυτες καταχωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Absolute entries

Μετάφραση: Absolute entries
Ελληνικός όρος:
Απόλυτη μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Absolute method

Μετάφραση: Absolute method
Ελληνικός όρος:
Απόλυτο σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Absolute error

Μετάφραση: Absolute error
Ελληνικός όρος:
Απόλυτος κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Absolute risk

Μετάφραση: Absolute risk
Ελληνικός όρος:
Απομακρύνετε τις πηγές ανάφλεξης, εάν αυτό μπορεί να γίνει χωρίς κίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Eliminate all ignition sources if safe to do so

Μετάφραση: Eliminate all ignition sources if safe to do so
Ελληνικός όρος:
Απομάκρυνση με σύστημα δημιουργίας κενού
Αγγλικός όρος:
Removal with vacuum unit

Μετάφραση: Removal with vacuum unit
Ελληνικός όρος:
Απομάκρυνση πηγών ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Removal of ignition sources

Μετάφραση: Removal of ignition sources
Ελληνικός όρος:
Απομακρυσμένες παρατηρήσεις
Αγγλικός όρος:
Outlier

Μετάφραση: Outlier
Ελληνικός όρος:
Απομάστευση σιλό
Αγγλικός όρος:
Silo discharge

Μετάφραση: Silo discharge
Ελληνικός όρος:
Απομόλυνση
Αγγλικός όρος:
Decontamination

Μετάφραση: Decontamination
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένα ενδιάμεσα προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Isolated intermediates

Μετάφραση: Isolated intermediates
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένη εργασία
Αγγλικός όρος:
Isolated work

Μετάφραση: Isolated work
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένο ενδιάμεσο προϊόν στις εγκαταστάσεις παρασκευής
Αγγλικός όρος:
On-site isolated intermediate

Μετάφραση: On-site isolated intermediate
Ελληνικός όρος:
Απομονωμένοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Lone workers

Μετάφραση: Lone workers
Ελληνικός όρος:
Απομόνωση
Αγγλικός όρος:
Quarantine, isolation

Μετάφραση: Quarantine, isolation
Ελληνικός όρος:
Αποξέστης
Αγγλικός όρος:
Scraper

Μετάφραση: Scraper
Ελληνικός όρος:
Αποξήλωση επενδύσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of cladding

Μετάφραση: Removal of cladding
Ελληνικός όρος:
Αποξήλωση ικριωμάτων
Αγγλικός όρος:
Removal of scaffolding

Μετάφραση: Removal of scaffolding
Ελληνικός όρος:
Αποξήρανση
Αγγλικός όρος:
Desiccation

Μετάφραση: Desiccation

Ακολουθήστε μας