Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 973 - 1008 of 1306
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αποξήρανση με ψύξη
Αγγλικός όρος:
Freeze drying

Μετάφραση: Freeze drying
Ελληνικός όρος:
Αποπληξία ή αιφνιδιαστική προσβολή ή παροξυσμός
Αγγλικός όρος:
Seizure

Μετάφραση: Seizure
Ελληνικός όρος:
Απορρίμματα μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Metallic wastes

Μετάφραση: Metallic wastes
Ελληνικός όρος:
Απορριμματογενές ανακτώμενο στερεό καύσιμο
Αγγλικός όρος:
Solid Recovered Fuel, SRF, Refuse Derived Fuel, RDF

Μετάφραση: Solid Recovered Fuel, SRF, Refuse Derived Fuel, RDF
Ελληνικός όρος:
Απορριπτόμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Discarded vehicles

Μετάφραση: Discarded vehicles
Ελληνικός όρος:
Απορριπτόμενος εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
DIscarded equipment

Μετάφραση: DIscarded equipment
Ελληνικός όρος:
Απόρριψη
Αγγλικός όρος:
Disposal

Μετάφραση: Disposal
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Absorption

Μετάφραση: Absorption
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση (ηχο-)
Αγγλικός όρος:
Absorption (sound-)

Μετάφραση: Absorption (sound-)
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση δια της κατάποσης
Αγγλικός όρος:
Oral absorption

Μετάφραση: Oral absorption
Ελληνικός όρος:
Απορρόφηση μέσω του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin absorption

Μετάφραση: Skin absorption
Ελληνικός όρος:
Απορροφητήρας
Αγγλικός όρος:
Fume hood

Μετάφραση: Fume hood
Ελληνικός όρος:
Απορροφητής ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Energy absorber

Μετάφραση: Energy absorber
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Sorbents

Μετάφραση: Sorbents
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικοί σωληνίσκοι με αντλία
Αγγλικός όρος:
Pumped sorbent tubes

Μετάφραση: Pumped sorbent tubes
Ελληνικός όρος:
Απορροφητικότητα
Αγγλικός όρος:
Absorbance

Μετάφραση: Absorbance
Ελληνικός όρος:
Απορρυπαντικά
Αγγλικός όρος:
Detergents

Μετάφραση: Detergents
Ελληνικός όρος:
Απόσβεση
Αγγλικός όρος:
Damping

Μετάφραση: Damping
Ελληνικός όρος:
Αποσκευές λανθασμένης διαχείρισης
Αγγλικός όρος:
Mishandled baggage

Μετάφραση: Mishandled baggage
Ελληνικός όρος:
Αποσκευή μη γνωστής ιδιοκτησίας
Αγγλικός όρος:
Unidentified baggage

Μετάφραση: Unidentified baggage
Ελληνικός όρος:
Αποσουλφούρωση ή αποσούλφωση
Αγγλικός όρος:
Desulfonation

Μετάφραση: Desulfonation
Ελληνικός όρος:
Απόσπαση
Αγγλικός όρος:
Abstraction

Μετάφραση: Abstraction
Ελληνικός όρος:
Αποσπώμενη δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Demountable tank

Μετάφραση: Demountable tank
Ελληνικός όρος:
Απόσταξη
Αγγλικός όρος:
Distillation

Μετάφραση: Distillation
Ελληνικός όρος:
Απόσταση ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety distance

Μετάφραση: Safety distance
Ελληνικός όρος:
Αποστείρωση
Αγγλικός όρος:
Sterilization

Μετάφραση: Sterilization
Ελληνικός όρος:
Απόστημα
Αγγλικός όρος:
Abscess

Μετάφραση: Abscess
Ελληνικός όρος:
Αποστολέας
Αγγλικός όρος:
Consignor

Μετάφραση: Consignor
Ελληνικός όρος:
Αποστολή
Αγγλικός όρος:
Consignment, shipment

Μετάφραση: Consignment, shipment
Ελληνικός όρος:
Αποσυμπίεση
Αγγλικός όρος:
Decompression

Μετάφραση: Decompression
Ελληνικός όρος:
Αποσυναρμολόγηση
Αγγλικός όρος:
Dismantling

Μετάφραση: Dismantling
Ελληνικός όρος:
Αποσυναρμολογούμενη δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Demountable tank

Μετάφραση: Demountable tank
Ελληνικός όρος:
Αποσυνδεόμενη δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Demountable tank

Μετάφραση: Demountable tank
Ελληνικός όρος:
Αποσύνθεση ή διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Decomposition

Μετάφραση: Decomposition
Ελληνικός όρος:
Αποτέλεσμα (π.χ αναλύσεων)
Αγγλικός όρος:
Result

Μετάφραση: Result
Ελληνικός όρος:
Αποτέλεσμα (π.χ επίδρασης)
Αγγλικός όρος:
Effect

Μετάφραση: Effect

Ακολουθήστε μας